Κατά τη γνώμη μου αυτή η παρουσίαση του δυναμομέτρου είναι πρόχειρη και ελλιπής, με, επιπλέον, ένσταση ότι το άρθρο “το”, στην πρώτη-πρώτη πρόταση, ως δεικτική αντωνυμία, αφήνει, σιωπηλά, να εννοηθεί ότι το όργανο το γνωρίζαμε ήδη “και από χτες”, επειδή, ίσως, κάποιος το είχε, νωρίτερα, περιγράψει αναλυτικά, (πράγμα που όμως και δεν συμβαίνει), και γι’ αυτό το προσπερνάμε σύντομα σαν επανάληψη και υπενθύμιση.
Ένας χωριανός μου ,με το παρανόμι Χότζας, μιλούσε συνήθως με μαντινάδες, ακόμη και πάνω στο γάιδαρο καθισμένος γυρνώντας από το χωράφι κουρασμένος, μα ορεξάτος και χαμογελαστός παίζοντας λύρα με το στόμα (ήξερε και το όργανο) και θυμούμαι μια…
Κατερίνα, τελικά σχεδόν σε όλα τα βιβλία το δυναμόμετρο θεωρείται γνωστό, εννοείται και η βαθμονόμησή του, έτοιμο το βρίσκουμε, το έχει περιγράψει τάχα μου κάποιος πριν, είναι περίπου σαν το ανάποδο στο ανέκδοτο: δάσκαλος: "ποιος μίλησε";, πρώτος μαθητής: "ο από πίσω", από πίσω μαθητής: "ο από πίσω", από πίσω του από πίσω μαθητής: "ο από πίσω", …, και το ίδιο λέει και ο τελευταίος…
Διονύση, να τα κρύψουμε καλύτερα πρέπει, μέρες που είναι, διότι θα μετράμε το βάρος μας και θα λένε αλήθεια…
Παντελή και στη "γείτονα" Λακωνία παρόμοια τον λέμε: γάτος-γάτης (ερμηνεύω και την άλλη πιθανόν άγνωστη λέξη: θωρώ=θεωρώ=βλέπω)
υποκοριστικό γαλή -ής, η (ουσ.) γάτα, γαλή, αγριόγατα, νυφίτσα || παράγ. γαλεώτης, ο (ουσ.) είδος κηλιδωτής σαύρας || σύνθ. γαλεάγρα, η (ουσ.) παγίδα για τη σύλληψη ζώων. Από εκεί και ο γαλέος αλλά και η γαλέρα.
Στην Κύπρο: Κάττος και κάττα.
Κάτης και το μικρό, κατσούλι.
Στα αρβανίτικα: μάτσα
μάτσκα στα σέρβικα
Κότκα στα βουλγάρικα η γάτα·
Το αρσενικό γάτος ή και γάταρος, αλλά και ματσαρόκος
Ματσαράγκα: το κόλπο, το ξεγέλασμα, η φασαρία, ο καβγάς.
Στη μωροδίστικη διάλεκτο το μάτσ(ι)
Ξυλόγατα: η φάκα
η συνήθης λέξη είναι θηλυκού γένους («η γάτα») και μεταφορικά έχει θετική σημασία.
Στα γαλλικά είναι αρσενικού γένους («ο γάτος» le chat). Αντίθετα, «το σκυλί» είναι ουδέτερου γένους και λιγότερο συχνά αρσενικού γένους («ο σκύλος»), όπως και γαϊδούρι/γάιδαρος. Η λέξη θηλυκού γένους για το σκυλί, έχει αρνητική χροιά.
ο μανιάτης Ντίνος Παπαδογεωργής αναφέρει σχετικά με τη χρησιμοποίηση της γάτας στο κυνήγι ορτυκιών:
«Όσοι τις χρησιμοποιούσαν για το σκοπό αυτό, φρόντιζαν ώστε η γάτα τους κατά το αρδυκολόη να έχει τέκνο. Έδεναν λοιπόν το γατάκι την νύχτα και η γάτα κουβαλούσε μέχρι το πρωί πουλιά τα οποία ήταν πολλές φορές περισσότερα από όσα κυνηγούσε ένας καλός κυνηγός. Χρήση της γάτας για το σκοπό αυτό έκαναν συνήθως άτομα που δεν ήταν σε θέση να κυνηγήσουν με απόχη».
το Σεπτέμβριο καθώς σημειώνει ο Βρεττάκος τον λένε Αρδυκολόη (από τα αρδύκια δηλαδή τα ορτύκια)
Κατά τη γνώμη μου αυτή η παρουσίαση του δυναμομέτρου είναι πρόχειρη και ελλιπής, με, επιπλέον, ένσταση ότι το άρθρο “το”, στην πρώτη-πρώτη πρόταση, ως δεικτική αντωνυμία, αφήνει, σιωπηλά, να εννοηθεί ότι το όργανο το γνωρίζαμε ήδη “και από χτες”, επειδή, ίσως, κάποιος το είχε, νωρίτερα, περιγράψει αναλυτικά, (πράγμα που όμως και δεν συμβαίνει), και γι’ αυτό το προσπερνάμε σύντομα σαν επανάληψη και υπενθύμιση.
Βαγγέλη, άσε το …."το" και πιάσε την "βαθμολόγηση" του ελατηρίου.
Μάλλον τη βαθμονόμηση εννοεί βέβαια…….
Εκτός κι αν του βάλουμε βαθμό
Βαγγέλη, γιατί τα βάλαμε με τα δυναμόμετρα, ταυτόχρονα;
Καλησπέρα Βαγγέλη.
Ένας χωριανός μου ,με το παρανόμι Χότζας, μιλούσε συνήθως με μαντινάδες, ακόμη και πάνω στο γάιδαρο καθισμένος γυρνώντας από το χωράφι κουρασμένος, μα ορεξάτος και χαμογελαστός παίζοντας λύρα με το στόμα (ήξερε και το όργανο) και θυμούμαι μια…
«Ανέβασες το πάλι στη τάβλα το τυρί
και βγήκανε τα μάτια του κάτη να θωρεί»
Βέβαια υπάρχει και το ρολάρισμα για μεγέθυνση!
Υ.Γ.
κάτης=γάτης ή γάτα
Κανταράκι=Δυναμόμετρο (1.2.3β)
καλησπέρα σε όλους
Κατερίνα, τελικά σχεδόν σε όλα τα βιβλία το δυναμόμετρο θεωρείται γνωστό, εννοείται και η βαθμονόμησή του, έτοιμο το βρίσκουμε, το έχει περιγράψει τάχα μου κάποιος πριν, είναι περίπου σαν το ανάποδο στο ανέκδοτο: δάσκαλος: "ποιος μίλησε";, πρώτος μαθητής: "ο από πίσω", από πίσω μαθητής: "ο από πίσω", από πίσω του από πίσω μαθητής: "ο από πίσω", …, και το ίδιο λέει και ο τελευταίος…
Διονύση, να τα κρύψουμε καλύτερα πρέπει, μέρες που είναι, διότι θα μετράμε το βάρος μας και θα λένε αλήθεια…
Παντελή και στη "γείτονα" Λακωνία παρόμοια τον λέμε: γάτος-γάτης (ερμηνεύω και την άλλη πιθανόν άγνωστη λέξη: θωρώ=θεωρώ=βλέπω)
Αυτό που δεν έχω καταλάβει είναι το αν "κάτης" σημαίνει "αρσενικός γάτος" ή "γάτα" (το όνομα του είδους).
Μήπως δεν επιθυμούν (παλαιόθεν) τη ύπαρξη θηλυκών ονομάτων ειδών;
Μήπως δηλαδή οι αρσενικές ζέβρες και καμηλοπαρδάλεις θα είχαν αποκτήσει αρσενικά ονόματα, αν κυκλοφορούσαν στην Κρήτη;
Από την άλλη διάβαζα έγγραφο που κάπου έλεγε "μαθητών/τριων".
γαλέη -έης, η
υποκοριστικό γαλή -ής, η (ουσ.) γάτα, γαλή, αγριόγατα, νυφίτσα || παράγ. γαλεώτης, ο (ουσ.) είδος κηλιδωτής σαύρας || σύνθ. γαλεάγρα, η (ουσ.) παγίδα για τη σύλληψη ζώων. Από εκεί και ο γαλέος αλλά και η γαλέρα.
Στην Κύπρο: Κάττος και κάττα.
Κάτης και το μικρό, κατσούλι.
Στα αρβανίτικα: μάτσα
μάτσκα στα σέρβικα
Κότκα στα βουλγάρικα η γάτα·
Το αρσενικό γάτος ή και γάταρος, αλλά και ματσαρόκος
Ματσαράγκα: το κόλπο, το ξεγέλασμα, η φασαρία, ο καβγάς.
Στη μωροδίστικη διάλεκτο το μάτσ(ι)
Ξυλόγατα: η φάκα
η συνήθης λέξη είναι θηλυκού γένους («η γάτα») και μεταφορικά έχει θετική σημασία.
Στα γαλλικά είναι αρσενικού γένους («ο γάτος» le chat). Αντίθετα, «το σκυλί» είναι ουδέτερου γένους και λιγότερο συχνά αρσενικού γένους («ο σκύλος»), όπως και γαϊδούρι/γάιδαρος. Η λέξη θηλυκού γένους για το σκυλί, έχει αρνητική χροιά.
«η σκύλα»
Σαραντάκος
καλά "μας πήρε το σκαλπ" ο Σαραντάκος!
(εγώ, ίσως γλιτώσω ως εκ Λακωνίας…)
κανείς δεν γλυτώνει!
ο μανιάτης Ντίνος Παπαδογεωργής αναφέρει σχετικά με τη χρησιμοποίηση της γάτας στο κυνήγι ορτυκιών:
«Όσοι τις χρησιμοποιούσαν για το σκοπό αυτό, φρόντιζαν ώστε η γάτα τους κατά το αρδυκολόη να έχει τέκνο. Έδεναν λοιπόν το γατάκι την νύχτα και η γάτα κουβαλούσε μέχρι το πρωί πουλιά τα οποία ήταν πολλές φορές περισσότερα από όσα κυνηγούσε ένας καλός κυνηγός. Χρήση της γάτας για το σκοπό αυτό έκαναν συνήθως άτομα που δεν ήταν σε θέση να κυνηγήσουν με απόχη».
το Σεπτέμβριο καθώς σημειώνει ο Βρεττάκος τον λένε Αρδυκολόη (από τα αρδύκια δηλαδή τα ορτύκια)