Λίγα λόγια για το ιστορικό, καθώς έχει σημασία για όσα γράφω παρακάτω.
Πριν λίγες μέρες δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα “Εμπρός” της Ξάνθης, ένα άρθρο μου με τίτλο “Πρώτο διάλειμμα”. Ως πρώτο άρθρο της στήλης “Εν τάξει”, που με χαρά ανέλαβα, το έγραψα έχοντας στο μυαλό μου να πραγματοποιήσω μια εισαγωγική δήλωση του τι δεσμεύομαι να καταγράψω στα άρθρα που θα ακολουθήσουν. Τον κόσμο της σχολικής αίθουσας. Τον κόσμο αυτό μέσα από τα μάτια ενός εκπαιδευτικού, με προτεραιότητα όμως το νοιάξιμο για την οπτική των μαθητών και των μαθητριών του.
Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύτηκε στο ylikonet από το φίλο και συνοδοιπόρο Γιώργο Φασουλόπουλο. Η μόνη αλλαγή που έκανε ο Γιώργος ήταν στον τίτλο. Επιβεβαιώνοντας την εικόνα που πολλοί έχουμε σχετικά με τη διεισδυτική του ματιά στα κείμενά μας, ο Γιώργος επέλεξε ως τίτλο τη φράση “-Ε, και;”. Μια φράση που υπάρχει μέσα στο άρθρο και αφορά στην επίδραση (ή μη) των συμπερασμάτων της έρευνας στη διδακτική πάνω στη διδακτική πράξη.
Μετά τη δημοσίευση του άρθρου, τα σχόλια που δέχτηκα στα social media ήταν ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά. Στο inbox μου έφτασαν όμως και φωνές κριτικής, κυρίως από ανθρώπους που εργάζονται για την έρευνα στη διδακτική. Τα βασικά σημεία της κριτικής ήταν α) αν όντως υπάρχει μια τέτοια μη επίδραση της έρευνας στη διδακτική πράξη και β) ποιους θα μπορούσε να βαραίνει η ευθύνη για αυτό.
Η κριτική έχει βάση, καθώς στο άρθρο μου χειρίζομαι το ζήτημα άγαρμπα και καταλήγω να αφήνω υπόνοιες για ευθύνες του ακαδημαϊκού χώρου. Γράφω:
Τι σχέση έχουν, κύριε σύνεδρε, όλα αυτά που περιγράφεις στο επιστημονικό σου άρθρο, με την πραγματική διδακτική πρακτική; Τι σχέση έχουν με ό,τι γίνεται κάθε-Τετάρτη-τρίτη-ώρα στο Γ3; Μπορούν να εφαρμοστούν; Έχουν να προσφέρουν κάτι σε έστω και έναν πιτσιρικά; Ή απλά σε ενδιαφέρει η επόμενη δημοσίευση;
Αποκορύφωμα της αφηγηματικής μου έπαρσης, η τελευταία φράση είναι τουλάχιστον ατυχής. Μπορεί να έχω δουλέψει για κάποια χρόνια δίπλα σε σημαντικούς ανθρώπους της διδακτικής στην Ελλάδα και να γνωρίζω πολύ καλά ότι οι επιδιώξεις τους χαρακτηρίζονται από γνήσιο ενδιαφέρον για τη διδακτική πράξη και εν τέλει για τους μαθητές και τις μαθήτριες, όμως με αυτή τη φράση μοιάζει να το αμφισβητώ.
Επιθυμώ λοιπόν να αποσαφηνίσω κάπως τη θέση μου. Δεν θα το κάνω στο επόμενο άρθρο στο Εμπρός, καθώς εκτιμώ ότι το ζήτημα δεν αφορά το αναγνωστικό του κοινό. Στο ylikonet σίγουρα ταιριάζει καλύτερα.
Εκτιμώ λοιπόν ότι:
α) Η επίδραση της έρευνας στη διδακτική πράξη είναι πολύ μικρότερη από αυτή που θα περίμενα και ακόμα μικρότερη από αυτή που θα ήθελα. Συμφωνώ με το Φασουλόπουλο, όταν σχολιάζει ότι “30 χρόνια μετά, θα περίμενα περισσότερα ψάρια στην απόχη”. Δεν είναι βέβαια μηδενική η επίδραση. Η καταγραφή και μελέτη για παράδειγμα, των εναλλακτικών ιδεών των μαθητών και μαθητριών για τα φυσικά φαινόμενα και τις έννοιες, έχει επηρεάσει τα κείμενα που μπαίνουν στις τάξεις μας και για αρκετούς και αρκετές από εμάς τα λόγια μας και τις επιλογές μας.
β) Σχετικά με τις ευθύνες για αυτό. Η γνώμη μου είναι ότι οι ακαδημαϊκοί της διδακτικής είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Όχι απλά δεν φέρουν τη βασική ευθύνη, αλλά συχνά δείχνουν να ανταποκρίνονται στην ανάγκη επικοινωνίας με τη σχολική πραγματικότητα, περισσότερο από αυτό που (εγώ θεωρώ ότι) είναι υποχρεωμένοι να κάνουν. Τους έχουμε δει να συμμετέχουν σε εκδηλώσεις που στήνουν οι δικοί μας φορείς, να αρθρογραφούν σε περιοδικά που επιδιώκουν να συνδέσουν την έρευνα με την πράξη, να συμμετέχουν σε συζητήσεις που γίνονται σε φόρα εκπαιδευτικών όπως το ylikonet.
Εντάξει, καταλαβαίνετε που θα το πάω τώρα. Στις ευθύνες της πολιτείας. Όσο και να προσπαθώ να περιορίζω τη γκρίνια μου για το θέμα, καθώς “στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα”, δεν γίνεται να την αποφύγω. Εδώ μιλάμε για κραυγαλέα πράγματα. Η στελέχωση σημαντικών θέσεων στην εκπαίδευση με βάση κομματικά κριτήρια, το φαινόμενο τα ζητήματα της εκπαίδευσης συχνά να επηρεάζονται περισσότερο από εκκλησιαστικούς παρά από ακαδημαϊκούς φορείς (εν έτει 2021!), η μόνιμη έλλειψη προσωπικού που θα μπορούσε να κάνει έρευνα μέσα σε κάθε σχολείο, είναι κανά δυο παραδείγματα που μου έρχονται στο νου τώρα, βιαστικά. Θα προσθέσω την εκνευριστική και με bold χαρακτήρες επισήμανση σε πολλές ανακοίνωσεις για συνέδρια και σεμινάρια που έρχονται από το Υπουργείο στα inbox μας, ότι η συμμετοχή μας θα γίνει με την προϋπόθεση ότι “δεν θα υπάρξει καμία επιβάρυνση για το Δημόσιο”. Εντάξει, καταλάβαμε.
Αλλά η θέση μου είναι ότι οι ευθύνες δεν περιορίζονται εκεί. Εκτιμώ ότι υπάρχουν και ανάμεσά μας. Σε μικρότερο βαθμό, αλλά υπάρχουν. Εμείς οι εκπαιδευτικοί συντηρούμε μια παράδοση αντίστασης στο λόγο της έρευνας, που συχνά εκφράζεται με ατάκες όπως “τι να μας πουν οι γραφιάδες από τα γραφεία τους”, “στα συνέδρια μόνο μπλα-μπλα κι από ουσία τίποτα”, “ας πιάσουν κιμωλία και τα λέμε” ή το επαγγελματικά ανώριμο “στην τάξη μου δεν θα μου πει κανείς τι θα κάνω”.
Είναι μια στάση που μόνο ζημιά μας κάνει. Η έρευνα της διδακτικής δεν είναι απλά “μια γνώμη ακόμα”. Είναι η νούμερο-ένα γνώμη που θα έπρεπε να ακούμε, να λαμβάνουμε υπόψη και να δοκιμάζουμε. Δεν είναι βέβαια εύκολο να αλλάξουμε αυτή τη στάση, καθώς αφενός αποτελεί παράδοση -και οι παραδόσεις έχουνε μάζα αδράνειας μεγατόνων-, αφετέρου δεν έχουμε καμία υποστήριξη από την πολιτεία όποτε το επιχειρούμε.
Θα πρότεινα λοιπόν να κοιταχτούμε κι εμείς για λίγο στον καθρέπτη. Ας αφήσουμε την πολιτεία, γιατί δεν ακούει, ας αφήσουμε τους ακαδημαϊκούς, γιατί κάνουν ήδη ό,τι μπορούν.
Ας αλλάξουμε εμείς.
Καλησπέρα Γιώργο.
“Ας αφήσουμε την πολιτεία, γιατί δεν ακούει, ας αφήσουμε τους ακαδημαϊκούς, γιατί κάνουν ήδη ό,τι μπορούν.
Ας αλλάξουμε εμείς.”
Αυτό είναι το πιο δύσκολο…
Γειά σου Γιώργο (Έψιμε), γειά σου Διονύση!
Είναι πράγματι σημαντικό να αλλάζουμε και να προσπαθούμε να παρακολουθούμε τι λέει η έρευνα για το πώς πρέπει να διδάσκουμε καλύτερα.
Η αλλαγή αυτή όμως, όσο επιθυμητή κι αν είναι, είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί διότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες που λειτουργούν αντίθετα, προσπαθώντας να μας κρατήσουν στην πρότερη ήρεμη κατάστασή μας! Τέτοιοι παράγοντες είναι:
α) Δυσκολία αποδοχής του λάθους.
Παράγοντας που υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους και εμφανίζεται σε ένα δάσκαλο – καθηγητή με σκέψεις όπως: “Δεν μπορεί εγώ να διδάσκω λάθος”, “Το παιδί φταίει που δε διαβάζει”. Μάλιστα, όσο πιο έμπειρος είναι ένας καθηγητής, τόσο πιο έντονη είναι αυτή η δυσκολία, με αποτέλεσμα να είναι δυσκολότερο να την υπερβείς. Η απόδοση ενός μαθητή είναι ζήτημα πολυπαραγοντικό. Σίγουρα όμως επηρεάζεται από τη διδασκαλία στην οποία εκτίθεται.
β) Δυσκολία αλλαγής πρακτικής.
Και αυτός ανθρώπινος (δύσκολος) παράγοντας. Συνήθως οι περισσότεροι καθηγητές όταν διδάσκουν έχουν στο μυαλό τους τους δικούς τους καθηγητές, δηλαδή έχουν στο μυαλό τους ένα μοντέλο καθηγητή της δεκαετίας του 70 – 80 ή στην καλύτερη των περιπτώσεων του 90. Η δυσκολία μεγαλώνει με την ηλικία. Το είδαμε πρόσφατα με την τηλεκπαίδευση και τη δυσκολία προσαρμογής του εκπαιδευτικού προσωπικού στην κατάσταση αυτή.
γ) Δυσκολία εύρεσης της αντίστοιχης έρευνας.
Οι εκπαιδευτικές έρευνες για το πώς μαθαίνει ένας μαθητής ή για το πώς πρέπει να διδάσκεται το γνωστικό αντικείμενο δεν είναι ευρύτερα γνωστές αφενός και αφετέρου, ειδικά σε ζητήματα ψυχολογίας, υπάρχουν πολλές αντικρουόμενες απόψεις οι οποίες δεν προσφέρουν μια συνεκτική και ξεκάθαρη εικόνα. Συνήθως, αν τύχει να βρεθεί κάποια έρευνα μπροστά μας, τη διαβάζουμε και ίσως προσπαθήσουμε να την εφαρμόσουμε μόνο αν ταιριάζει με τις επιστημολογικές μας απόψεις.
δ) Δυσκολία εφαρμογής των αποτελεσμάτων της έρευνας.
Πολλές έρευνες έχουν γίνει στο εργαστήριο και όχι στο πεδίο, οπότε πολλές μεταβλητές είναι ελεγχόμενες, κάτι που στην τάξη συνήθως δε συμβαίνει. Επιπλέον, η αποδοτικότητα μιας παρέμβασης στην τάξη δεν μπορεί εύκολα να ελεγχθεί από τον δάσκαλο ή τον καθηγητή αφού δε χρησιμοποιεί συχνά τα κατάλληλα εργαλεία αξιολόγησης.
Ένα αρθράκι που είχα γράψει κάποτε μπορεί να βοηθήσει στην προώθηση της άποψης του Γιώργου και του Διονύση.
Αγαπητέ κ. Εψιμε η τοποθέτησή σας εδώ είναι σπουδαία. Σπάνια ή ίσως ποτέ έχω διαβάσει καποιον από εμάς να διορθώνει δημόσια μια ατυχή τοποθέτησή του ειδικά όταν αυτή εχει δημοσιευθεί στον τύπο.
Ισχύει. Αλλά εδώ στη γειτονιά μου λένε, γιαβάς-γιαβάς γίνονται τα πράγματα 😉
Ισχύει και το άλλο Γιώργο:
Όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν…
Καλησπέρα Γιώργο.
Σε γενικές γραμμές συμφωνώ σχετικά με τους παράγοντες που δυσκολεύουν την κατάσταση. Δε νομίζω βέβαια ότι έχουν την ίδια βαρύτητα. Εκτιμώ ότι τα (α) και (β) είναι τα πλέον σημαντικά.
Για την εφαρμογή των αποτελεσμάτων της έρευνας που περιγράφεις στο (δ), δεν είμαι τόσο σίγουρος. Με την έννοια ότι θεωρώ ουτοπική την ελπίδα να περιμένουμε μια έρευνα που θα “μας ταιριάζει γάντι”. Αυτό που έχει αξία να διαδοθεί δεν είναι κάποια συγκεκριμένη έρευνα, όσο η κουλτούρα του αναστοχασμού πάνω στη διδακτική μας πρακτική. Οι ερευνητές της διδακτικής αναστοχάζονται πάνω σε όσα έχουν γίνει ή γίνονται μέσα στις τάξεις. Και είναι χρόνια που έχουν αναδείξει τη σημασία μιας αναστοχαστικής διαδικασίας και από την πλευρά του εκπαιδευτικού. Όποιος έχει τη διάθεση να κοιταχτεί στον καθρέπτη και να δει τα λάθη του, θα τα βρει τα κατάλληλα εργαλεία αξιολόγησης, δεν θα έχει πρόβλημα.
Αν δεν αποκτήσεις μια τέτοια κουλτούρα, ακόμα και με το ζόρι να σε βάλουν να λειτουργήσεις έτσι (που έρχεται κι αυτό), το αποτέλεσμα μηδαμινό θα είναι.
Ευχαριστώ πολύ! Το σχόλιο σας με τιμά…
Δε νομίζω πάντως ότι έκανα κάτι ιδιαίτερο. Ψιλο-αυτονόητο μου φάνηκε!
Έχεις δίκιο για τον αναστοχασμό. Είναι το πρώτο βήμα.
Ας το κάνουμε όμως λίγο χειροπιαστό. Τι απαιτείται κατά τη γνώμη σου να γνωρίζει ο εκπαιδευτικός εκ των προτέρων ώστε να αναστοχαστεί;
Και ας πούμε ότι αναστοχάζεται πάνω στη διδακτική του πρακτική. Με ποιες γνώσεις θα συμπεράνει ότι η διδακτική του πρακτική είναι καλή ή μέτρια ή κακή;
Νομίζω ότι δεν χρειάζονται πολλές γνώσεις. Ένα διάβασμα πχ. του “Μεθοδολογία εκπαιδευτικής έρευνας” (ούτε καν ολόκληρου), αρκεί. Από κει και πέρα, έχοντας διάθεση και χρόνο, θα βγουν χρήσιμα συμπεράσματα.
Για περίπου 2500 χρόνια οι σοφοί άνθρωποι πίστευαν ότι μια βαριά πέτρα θα πέσει πιο γρήγορα από μια λιγότερο βαριά. Η ιδέα δοκιμάστηκε με μεγάλη καθυστέρηση και αποδείχθηκε λανθασμένη.
Έτσι οι σοφοί άνθρπωποι έμαθαν ότι κάθε ιδέα για να είναι πειστική πρέπει να περνά από μια τέτοια δοκιμασία. Αυτό αφορά και την άποψη: “Η επίδραση της έρευνας στη διδακτική πράξη είναι πολύ μικρότερη από αυτή που θα περίμενα και ακόμα μικρότερη από αυτή που θα ήθελα.”
Νομίζω λοιπόν ότι θα πρέπει:
Μέχρι τότε καθένας μας μπορεί να αμφισβητεί σεβόμενος την άποψη του άλλου.
Νομίζω ότι θα είχε ενδιαφέρον να μιλήσουμε για αυτό που γράφεις Γιώργο μιας και τις αποφάσεις της πολιτείας αμφιβάλλω αν ποτέ θα μπορέσουμε να τις επηρεάσουμε ή να τις αλλάξουμε δυστυχως. Μπορούμε όμως να βελτιώσουμε το μάθημά μας .
” Εμείς οι εκπαιδευτικοί συντηρούμε μια παράδοση αντίστασης στο λόγο της έρευνας, που συχνά εκφράζεται με ατάκες όπως “τι να μας πουν οι γραφιάδες από τα γραφεία τους”, “στα συνέδρια μόνο μπλα-μπλα κι από ουσία τίποτα”, “ας πιάσουν κιμωλία και τα λέμε” ή το επαγγελματικά ανώριμο “στην τάξη μου δεν θα μου πει κανείς τι θα κάνω”.”
Θα μπορούσαν να γίνουν συνέδρια που να έχουν ενδιαφέρον και να τραβήξουν περισσότερους εκπαιδευτικούς της πράξης; Συνέδρια που να έχουν και hands-on εργαστήρια πειραματισμου πχ;
Νομίζω ότι έχει περάσει πια η εποχή του ” δεν θα μου πει κανείς τι θα κάνω” Ας δούμε τι μπορούμε εμείς να κάνουμε στις τάξεις μας και με τους μαθητές μας γιατί τα χρόνια περνάνε.
Καλημέρα παιδιά.
Όσοι έχουν κάνει έρευνα στην Διδακτική της Φυσικής ή γενικότερα των Θετικών Επιστημών, πρέπει να συνδράμουν σε διάφορα μέτωπα.
Να προτείνουν αντικείμενα που και είναι προσιτά και αναπτύσσουν ανώτερες νοητικές δεξιότητες. Να προτείνουν αναλυτικό πρόγραμμα ή να επέμβουν σε προτεινόμενο.
Λόγου χάριν, τα εναλλασσόμενα παρουσιάζονται όπως σήμερα ή όπως επί Δεσμών και των πρώτων Κατευθύνσεων;
Πως θα παρουσιαστεί η Σχετικότητα; Γράφουμε τους μετασχηματισμούς Λόρεντζ και παρουσιάζουμε την διαστολή χρόνου ως πόρισμά τους;
Σχολιάζουν σχολικά βιβλία και προτείνουν βελτιώσεις.
Καταθέτουν προτάσεις παρουσίασης τμημάτων της ύλης. Συγκεκριμένες προτάσεις. Για παράδειγμα «Μετά τον ορισμό της ροπής κάντε τρεις εφαρμογές υπολογισμού ροπής πριν προχωρήσετε». Ή «Πριν παρουσιάσετε τον συντονισμό, κάντε το πείραμα… και την προσομοίωση…».
Επειδή καταλαβαίνουν ότι τα θέματα της Τράπεζας και των Πανελλαδικών θα καθορίσουν την διδασκαλία, προτείνουν δομή θεμάτων. Συγκεκριμένα, με παραδείγματα και παραδείγματα προς αποφυγήν και όχι γενικά. Αν θεωρούν ότι η σημερινή δομή (1ο , 2ο , 3ο και 4ο θέμα) έχει πρόβλημα, προτείνουν άλλη.
Συντάσσουν φύλλα εργασίας, ή βοηθούν στη συγγραφή τους, ώστε να ανιχνεύσουμε πόσο πέρασε κάτι στα παιδιά της τάξης.
Κάπως έτσι φαντάζομαι το «εφαρμοσμένο» πρόσωπο της Διδακτικής.
Κ. Έψιμο συγχαρητήρια για την αναθεώρηση των σχολίων σας, πλέον με βρίσκουν σύμφωνο.
Θα ήθελα να πω οτι η τελευταία σας φράση “Ας αλλάξουμε εμείς” προϋποθέτει πάρα πολλή δουλειά με αρχή την αλλαγή της διδακτικής πρακτικής η οποία επιδρά αναπόφευκτα και στην αλλαγή συμπεριφοράς. Η αλήθεια είναι ότι η επαφή ενός οποιουδήποτε εκπαιδευτικού με τον τομέα της Διδακτικής αλλά και με τον τομέα των Παιδαγωγικών μπορούν να τον μεταμορφώσουν από έναν Συμπεριφοριστή εκπαιδευτικό σε έναν Εποικοδομητιστή εκπαιδευτικό με πάρα πολλά οφέλη για όλους (μαθητές και τον ίδιο). Ας μην αναφερθώ στις μεγάλες ευθύνες που φέρει η Πολιτεία.
Σε μένα παιδιά αρέσουν και τα δύο άρθρα. Επίσης δεν βλέπω αναθεώρηση.
Έχω πρόβλημα κατανόησης;
Διάβασα τις τοποθετήσεις και στις δύο συζητήσεις.
Φυσικά ο “καθρέπτης” και η ικανότητα του καθένα να κρίνει αυστηρότερα την απόδοση του θα τον βοηθήσει να βελτιωθεί, αλλά η αξιολόγηση θα μας δώσει δεδομένα.
Και επειδή η λέξη αξιολόγηση προκαλεί ανατριχίλα, αναφέρομαι στην δημιουργία ερωτηματολογίων με κατάλληλες ερωτήσεις για την κάθε ηλικιακή ομάδα από τον παιδικό σταθμό έως το πρώτο έτος του πανεπιστημίου.
Τι άποψη έχουν οι μικροί μαθητές για τον κόσμο γύρω τους, πως η άποψη τους αλλάζει με τα χρόνια, τι κατανοούν σχετικά με την επιστήμη της Φυσικής, τι τους “έμεινε” από την σχολική χρονιά που πέρασε στη Φυσική;
Αξιολόγηση του τι έμαθαν τελικά χρόνο με τον χρόνο οι μαθητές, σε τι ποσοστό, ενώ οι οικογένειες τους ανήκουν σε τι μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο.
Στην εποχή μας η έρευνα μπορεί να γίνει άμεσα, χωρίς κόστος αλλά χρειαζόμαστε δύο ουσιαστικά συστατικά: την ομάδα που θα δημιουργήσει / διορθώσει τις ερωτήσεις που θα περιέχουν τα ερωτηματολόγια, την ομάδα που θα επεξεργαστεί / αξιολογήσει τα δεδομένα.
Η Φυσική μπορεί να είχε “θυγατέρα” την φιλοσοφία, αλλά η επιστημονική μέθοδος χρειάζεται δεδομένα για να δούμε που βρισκόμαστε και να .. αξιολογήσουμε την κατάσταση.