Τζέφρι Χίντον: Ο νονός της ΑΙ

Τζέφρι Χίντον: Η πορεία του «νονού της ΑΙ» που μετάνιωσε για το έργο της ζωής του

Η ζωή και το έργο του διακεκριμένου επιστήμονα, που τάραξε τα νερά με την παραίτησή του από την Google. Πώς μία ιδέα ενός συμμαθητή του τον έκανε έναν από τους πιο επιδραστικούς επιστήμονες των καιρών μας

«Ο Τζέφρι Εβερεστ Χίντον είναι διεθνώς διακεκριμένος για την εργασία του σε τεχνητά νευρωνικά δίκτυα, ειδικά για το πώς μπορούν να σχεδιαστούν για να μαθαίνουν χωρίς τη βοήθεια ενός ανθρώπινου δασκάλου. Αυτό μπορεί να είναι η αρχή για αυτόνομες έξυπνες μηχανές που μοιάζουν με τον εγκέφαλο». Κάπως έτσι είχε υποδεχθεί η Βασιλική Εταιρεία τον Τζέφρι Χίντον στις περίφημες τάξεις της, ήδη από το 1998.

Ο ίδιος, έπειτα από ένα μακρύ ταξίδι δεκαετιών, έκανε αυτό που έβαζε τις «μηχανές» του να κάνουν: έμαθε από την εμπειρία, έγινε φορέας της βαθιάς μάθησης (deep learning) που ο ίδιος ανέπτυξε και αποφάσισε να μιλήσει ελεύθερα γι’ αυτήν. Ο Τζέφρι Χίντον τάραξε τα παγκόσμια νερά με την απόφασή του να παραιτηθεί από την Google, όπου επί μία δεκαετία ανέπτυσσε εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ) για την εταιρεία, και να μιλήσει ανοιχτά για τους κινδύνους που εγκυμονεί το «βαφτιστήρι» του.

Το κέρμα, ο κακοποιητικός πατέρας, η οικογένεια επιστημόνων

Ο λεγόμενος «νονός της ΑΙ» γεννήθηκε το 1947 στο Ουίμπλεντον του Λονδίνου. Η μητέρα του τον είχε προειδοποιήσει για δύο επιλογές στη ζωή: είτε θα γίνεις επιστήμονας είτε χαμένο κορμί. Μεγάλωσε, έτσι κι αλλιώς, σε μια οικογενειακή παράδοση επιστημόνων.

Ο Χίντον, σε συνέντευξή του στο Toronto Life, θυμάται τη στιγμή που του γεννήθηκε η περιέργεια για την επιστήμη. Ηταν, όπως λέει, τεσσάρων ετών και ταξίδευε με τη μητέρα του με λεωφορείο στην επαρχία. Το λεωφορείο είχε ένα κάθισμα που είχε κλίση προς τα πίσω. Ο Χίντον έβγαλε ένα κέρμα από την τσέπη του και το έβαλε στο κάθισμα, αλλά, αντί να γλιστρήσει προς τα πίσω, γλίστρησε προς τα εμπρός, φαινομενικά ενάντια στη βαρύτητα. Αυτό κινούσε τη φαντασία του για 10 χρόνια.

Οταν ήταν έφηβος, λέει το ίδιο δημοσίευμα, κατάλαβε ότι η κίνηση του κέρματος είχε να κάνει με το βελούδινο κάλυμμα του καθίσματος και τους κραδασμούς του λεωφορείου – μια εξαιρετικά ικανοποιητική ανάλυση. «Μερικοί άνθρωποι είναι αρκετά ικανοί να βλέπουν πράγματα που δεν καταλαβαίνουν και αυτό δεν τους δημιουργεί καμία αναρώτηση. Εγώ δεν ήμουν ικανοποιημένος που κάτι είχε παραβιάσει το μοντέλο μου για τον κόσμο», είχε πει ο ίδιος.

Είναι, εξάλλου, δισέγγονος του Τζορτζ Μπουλ, του μαθηματικού που εφηύρε την Αλγεβρα Μπουλ, που αποτέλεσε βάση της επιστήμης της Πληροφορικής, της Στατιστικής και του Προγραμματισμού και η οποία –σε αντίθεση με τη στοιχειώδη άλγεβρα– ξεπερνάει τις κύριες πράξεις της πρόσθεσης και του πολλαπλασιασμού και υιοθετεί τη σύζευξη (και), τη διάζευξη (ή) και την άρνηση, στη βάση του υπολογισμού της τιμής της αλήθειας.

Ταυτόχρονα, ο έτερος προπάππος του, ο μαθηματικός Τσαρλς Χίντον, επινόησε τη λέξη «τεσερράκτιο», για το ανάλογο του τετραδιάστατου κύβου, ενώ ο πατέρας του, Χάουαρντ Εβερεστ Χίντον, ήταν διακεκριμένος εντομολόγος. Eνώ η μητέρα του Χίντον ήταν τρυφερή, εκείνος ήταν κακοποιητικός. «Του άρεσε οι άνθρωποι να σκέφτονται καθαρά. Αν έλεγες κάτι που θεωρούσε σκουπίδια, το αποκαλούσε “σκουπίδια”. Δεν ήταν ευαίσθητος στοχαστής. Δεν ήταν επιθετικός, αλλά ήταν εξαιρετικά σκληρός», έχει πει ο ίδιος. Το κοινό τους μεσαίο όνομα, Εβερεστ, είναι προς τιμήν συγγενούς, από τον οποίο πήρε το όνομά του και η διάσημη κορυφή, για να τιμήσει την υπηρεσία του ως γενικού επιθεωρητή της Ινδίας.

Ενας συμμαθητής αλλάζει τα πάντα

Το μεγάλο ταξίδι, βέβαια, στα νευρωνικά δίκτυα, στο πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος και πώς αυτό μπορεί να έχει άλλες, εξω-ανθρώπινες εφαρμογές, ξεκίνησε στο ιδιωτικό λύκειο Clifton College όπου φοιτούσε, όταν ένας συμμαθητής του τον εντυπωσίασε λέγοντάς του ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος ενδέχεται να λειτουργεί όπως ένα ολόγραμμα: απροσμέτρητα τμήματα πληροφορίας διασκορπισμένα σε μία τεράστια βάση δεδομένων, όπως γράφει το Wired. Είμαστε στα 1960 και ο Τζέφρι Χίντον –μαγεμένος και γοητευμένος– αποφασίζει να ξεκινήσει να αντιλαμβάνεται τη λειτουργία του εγκεφάλου. Οπως θα έλεγαν και οι Αγγλοσάξονες, first things first.

«Ενθουσιάστηκα πολύ με αυτή την ιδέα», έχει πει ο ίδιος. «Ηταν η πρώτη φορά που κατάλαβα πώς μπορεί να λειτουργεί ο εγκέφαλος».

Ετσι, βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, σπουδάζοντας Πειραματική Ψυχολογία στο King’s College του επιφανούς ιδρύματος, όπου αρχικώς σχεδίαζε να σπουδάσει Φυσιολογία και Φυσική, πριν ασχοληθεί με τη Φιλοσοφία και τελικά λάβει πτυχίο Πειραματικής Ψυχολογίας. Εκεί, μάλιστα, συνειδητοποίησε ότι οι επιστήμονες δεν καταλάβαιναν πραγματικά τη λειτουργία του εγκεφάλου. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ δισεκατομμυρίων νευρώνων προκαλούν την ευφυΐα, όπως λέει το Wired.

Ηθελε να συνεχίσει την παράδοση των επιστημόνων που πάλευαν με την έννοια της τεχνητής νοημοσύνης από τη δεκαετία του ’50 και λίγο νωρίτερα: κυρίως του Αλαν Τούρινγκ, που το 1950 δημοσίευσε το «Computer Machinery and Intelligence», όπου πρότεινε το «παιχνίδι μίμησης» (Imitation game)· αλλά και του Τζον φον Νόιμαν, τη δεκαετία του ’40, ο οποίος χρησιμοποίησε βιολογικούς όρους όπως «μνήμη», «όργανο» και «νευρώνας» όταν περιέγραψε για πρώτη φορά τις κρίσιμες αρχιτεκτονικές έννοιες της σύγχρονης πληροφορικής, σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Βραβείου Τούρινγκ.

Από την ξυλουργική στις επιστημονικές ενηλικιώσεις

Τελειώνοντας τις σπουδές του το 1970 και ώσπου να αποφασίσει τι θέλει να κάνει, στράφηκε στην ξυλουργική, αναζητώντας πιο χειροπιαστές χαρές. Δύο χρόνια αργότερα, το 1972, αποφασίζει ότι η καρδιά του είναι ταγμένη στην επιστήμη. Ετσι, σπεύδει στο Εδιμβούργο για το διδακτορικό του, όπου το 1978 ορίζεται διδάκτωρ τεχνητής νοημοσύνης, ως μαθητής του Χιου Κρίστοφερ Λονγκέτ-Χίγκινς, ειδικού της γνωσιακής επιστήμης. Οι σπουδές του έγιναν σε μία περίοδο όπου οι παρελθούσες αποτυχίες στην ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης είχαν «παγώσει» την έρευνα, το ενδιαφέρον και τη χρηματοδότηση του πεδίου. Ο ίδιος, όμως, έλεγε: «Αν πιστεύεις ότι έχεις μια πολύ καλή ιδέα και οι άλλοι σού λένε ότι πρόκειται περί απολύτου ανοησίας, τότε αντιλαμβάνεσαι ότι είσαι στον σωστό δρόμο».

Η δεύτερη επιστημονική του ενηλικίωση, ύστερα από τη λυκειακή αποκάλυψη ενός νέου δρόμου κατανόησης του ανθρώπινου εγκεφάλου, έρχεται στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όπου, σύμφωνα με το Wired, ξεκινά τη δική του σταυροφορία: να μιμηθεί τον εγκέφαλο χρησιμοποιώντας το υλισμικό και το λογισμικό των υπολογιστών, με στόχο τη «βαθιά μάθηση», δηλαδή τη μάθηση των υπολογιστών μέσω της εμπειρίας – κοντολογίς, όπως ακριβώς και ο άνθρωπος.

«Ενθουσιάζομαι ιδιαίτερα όταν ανακαλύπτουμε έναν τρόπο να κάνουμε καλύτερα τα νευρωνικά δίκτυα – και όταν αυτό σχετίζεται στενά με τον τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου», έχει πει ο ίδιος, που είχε ήδη αρχίσει να εξετάζει εάν στον ανθρώπινο εγκέφαλο κάθε μνήμη θα μπορούσε να απλώνεται σε ένα νευρωνικό δίκτυο και όχι μόνο σε ένα συγκεκριμένο σημείο – η λυκειακή αποκάλυψη παρέμεινε για μια ζωή παρούσα στην επιστημονική του πολιτεία.

Νέα ζωή στις ΗΠΑ

Οπως πολλοί στο επιστημονικό του πεδίο διαχρονικά, μετά το διδακτορικό του αποφάσισε να αναζητήσει καλύτερες μέρες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αρχικά, εντάχθηκε σε μιαν ομάδα γνωσιακών ψυχολόγων ως μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Sloan Foundation του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο. Με αυτή την ομάδα, κυρίως συνεργαζόμενος με τον Ντέιβιντ Ρούμελχαρτ και τον Ρόναλντ Ουίλιαμς, πρότειναν, σε μια σειρά δημοσιεύσεων το 1986, τον αλγόριθμο «οπισθοδιάδοσης» (back-propagation algorithm), ο οποίος επιτρέπει την αποτελεσματική εκπαίδευση των νευρωνικών δικτύων με απώτερο στόχο την ελαχιστοποίηση του λάθους.

Την ίδια περίοδο, εκλέγεται καθηγητής στο κορυφαίο Τμήμα Επιστήμης των Υπολογιστών του Πανεπιστημίου Carnegie-Mellon. Κράτησε τη θέση αυτή για μόλις πέντε χρόνια, καθώς στη συνέχεια διαφώνησε με τη χρηματοδότηση του τμήματος από το αμερικανικό Πεντάγωνο για ανάπτυξη εφαρμογών πυραυλικής άμυνας. Εξάλλου, σύμφωνα με δημοσιεύματα, το υπουργείο Αμυνας των ΗΠΑ χρηματοδοτούσε πλείστα όσα επιστημονικά προγράμματα.

Σειρά είχε το Τορόντο, όπου ο Χίντον έγινε αρχικά υπότροφος του Καναδικού Ινστιτούτου Προηγμένης Ερευνας (CIFAR), διοριζόμενος στο Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο. Στο μεσοδιάστημα, πέρασε τρία χρόνια –από το 1998 έως το 2001– δημιουργώντας τη Μονάδα Υπολογιστικής Νευροεπιστήμης Gatsby στο University College του Λονδίνου, επιστρέφοντας κατόπιν στο Τορόντο.

Η περιπέτεια της «βαθιάς μάθησης»

Από εκεί και πέρα, είχε αρχίσει η μεγάλη πορεία προς την κατάκτηση της «βαθιάς μάθησης». Εκεί, όπως γράφει η ιστοσελίδα του Βραβείου Τούρινγκ, ο Τζέφρι Χίντον πραγματοποίησε έρευνα με δεκάδες διδακτορικούς και μεταδιδακτορικούς συνεργάτες, πολλοί από τους οποίους συνέχισαν διακεκριμένη, αυτόνομη σταδιοδρομία. Εξάλλου, μοιράστηκε το Βραβείο Τούρινγκ με έναν από αυτούς, τον Γιαν ΛεΚιν. Από το 2004 έως το 2013 ήταν διευθυντής του προγράμματος «Νευρωνικός Υπολογισμός και Προσαρμοστική Αντίληψη» που χρηματοδοτήθηκε από το CIFAR.

Παρά το… χειροπιαστό διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, το σκωτσέζικο ίδρυμα τον όρισε επίτιμο διδάκτορα το 2001, ενώ το 1998 είχε εκλεγεί μέλος της Βασιλικής Εταιρείας.

Για περίπου 30 χρόνια, ωστόσο, όπως γράφουν διεθνή δημοσιεύματα, η «βαθιά μάθηση» θεωρείτο ακραία επιστημονική θεωρία στους κύκλους της ακαδημαϊκής έρευνας. Ο ίδιος, εντούτοις, παρέμεινε πιστός στην έρευνά του και στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων της τεχνητής νοημοσύνης, συγκρίνοντας την τρέχουσα έκρηξη της τεχνητής νοημοσύνης με τη «Βιομηχανική Επανάσταση ή την ανακάλυψη του ηλεκτρισμού… ή ίσως του τροχού», με τα δικά του λόγια.

Η ώρα της Google: Ενας «τρελός», από το περιθώριο, στο κέντρο

Είχε, όμως, φτάσει η ώρα της μερικής μετατόπισής του από τον ακαδημαϊκό χώρο στην πρακτική εφαρμογή των ανακαλύψεών του για τις νέες δυνατότητες ταξινόμησης αντικειμένων και αναγνώρισης ομιλίας. Εξάλλου, το 2004, με ένα μικρό ποσό χρηματοδότησης από το CIFAR και την υποστήριξη των ΛεΚιν και Γιόσουα Μπέντζιο, ίδρυσε το πρόγραμμα «Νευρωνικός Υπολογισμός και Προσαρμοστική Αντίληψη», μια ομάδα επιστημόνων υπολογιστών, βιολόγων, ηλεκτρολόγων μηχανικών, νευροεπιστημόνων, φυσικών και ψυχολόγων.

Οπως γράφει το Wired, επιλέγοντας αυτούς τους ερευνητές, ο Χίντον είχε στόχο να δημιουργήσει μιαν ομάδα στοχαστών παγκόσμιας κλάσης αφοσιωμένων στη δημιουργία υπολογιστικών συστημάτων που μιμούνται τη νοημοσύνη – ή τουλάχιστον όσα γνωρίζουμε γι’ αυτήν, αλλά και για το πώς ο εγκέφαλος «κοσκινίζει» μια πληθώρα οπτικές, ακουστικές και γραπτές ενδείξεις για να κατανοήσει και να ανταποκριθεί στο περιβάλλον της. Ο Χίντον πίστευε ότι η δημιουργία μιας τέτοιας ομάδας θα τόνωνε την καινοτομία στην τεχνητή νοημοσύνη και ίσως ακόμα και να άλλαζε τον τρόπο με τον οποίο ο υπόλοιπος κόσμος την αντιμετώπιζε.

Φάνηκε να έχει δίκιο. Το 2012, με τους μαθητές του Αλεξ Κριζέφσκι και Ιλια Σουτσκέβερ, κερδίζει στο ImageNet, έναν διαγωνισμό αναγνώρισης εικόνας που περιλαμβάνει χίλιους διαφορετικούς τύπους αντικειμένων. Αυτό, ασφαλώς, δεν πέρασε απαρατήρητο από την Google και τον Andrew Ng, ο οποίος είχε ιδρύσει ένα πρότζεκτ «βαθιάς μάθησης» στον τεχνολογικό κολοσσό, κυρίως για να εξελίξει την αναγνώριση φωνητικών εντολών σε τηλέφωνα Android και την τότε πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Google+, που καταργήθηκε το 2019. Το 2013, τελικά, ο Χίντον εντάχθηκε στην εταιρεία μαζί με άλλους ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο, καθώς η Google δαπάνησε 44 εκατ. δολάρια για να αποκτήσει την εταιρεία που ξεκίνησε ο Χίντον και οι δύο μαθητές του.

«Πάψαμε να είμαστε οι τρελοί του περιθωρίου. Γίναμε πλέον οι τρελοί του πυρήνα», όπως έχει πει ο ίδιος. Για να συμπληρώσει λίγα χρόνια αργότερα, σε μια συνέντευξη στο Toronto Life: «Ο λόγος που είχα μεγάλη επιρροή ήταν επειδή ήμουν ένας από τους λίγους που πίστεψαν σε αυτή την προσέγγιση και όλοι οι μαθητές που πίστεψαν αυθόρμητα σε αυτή την προσέγγιση ήρθαν και δούλεψαν μαζί μου. Επρεπε να διαλέξω, από τους καλύτερους, εκείνους που είχαν καλή κρίση. Καλή κρίση σήμαινε ότι συμφωνούσαν μαζί μου», είχε πει γελώντας.

Η επανάσταση της «βαθιάς μάθησης» ήταν αναπόφευκτη, λέει το Wired, αλλά επιστημονικές εξελίξεις όπως τα συστήματα αναγνώρισης ομιλίας και τεχνητής όρασης που υιοθετήθηκαν από τη Microsoft, την Google, τη Yahoo και άλλους γίγαντες διαδικτύου γεννήθηκαν νωρίτερα από το αναμενόμενο, κυρίως λόγω του Χίντον.

Η παραίτηση από την Google, οι φόβοι και η… ελευθερία

Επειτα από αυτό το συναρπαστικό ταξίδι τόσων και τόσων δεκαετιών, έφτασε η 1η Μαΐου του 2023. Μέσω των New York Times, ο Τζέφρι Χίντον –ο επιστήμονας που έλαβε το Βραβείο Τούρινγκ το 2018 και το Μετάλλιο του Αδαμάντινου Ιωβηλαίου της βασίλισσας Ελισάβετ το 2012, ο άνθρωπος που δεν κάθεται ποτέ λόγω προβλήματος στη σπονδυλική του στήλη που «κληρονόμησε» από τα 19 του και επιπλέον λόγω γενετικής ανεπάρκειας όσον αφορά τον μεταβολισμό του ασβεστίου που προμηνύει οστεοπόρωση– δημοσιοποιεί την απόφασή του να αποσυρθεί.

Επικαλείται την ηλικία του («είμαι πλέον 76, πρέπει να αποσυρθώ») και τον φόβο του ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα πάρει επικίνδυνα μονοπάτια αν πέσει σε λάθος χέρια – το ίδιο είχε πει και ο Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, ο «πατέρας» της ατομικής βόμβας. Ο Χίντον θεώρησε ότι, τώρα που δεν έχει ουδεμία εξάρτηση από οποιαδήποτε εταιρεία, θα μπορέσει, αφενός, να μιλήσει ανοιχτά για τις απόψεις του και, αφετέρου, να αφιερωθεί σε πιο φιλοσοφικά έργα.

Την περασμένη Δευτέρα, εντάχθηκε επίσημα σε μια πληθυνόμενη χορεία επικριτών που λένε ότι αυτές οι εταιρείες οδεύουν μαθηματικά σε επικίνδυνα μονοπάτια, με τις επιθετικές τους καμπάνιες για τη δημιουργία προϊόντων που βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη, την τεχνολογία που τροφοδοτεί δημοφιλή chatbots όπως το ChatGPT.

Σύμφωνα με τα δικά του λόγια, ένα κομμάτι της ψυχής του μετανιώνει πλέον για το έργο της ζωής του. «Παρηγορώ τον εαυτό μου με τη συνηθισμένη δικαιολογία: αν δεν το είχα κάνει εγώ, θα το έκανε κάποιος άλλος».

Είναι ο ίδιος άνθρωπος που είχε κάποτε αναρωτηθεί: «Αισθάνεσαι λιγότερο άνθρωπος όταν χρησιμοποιείς αριθμομηχανή; Είμαστε μηχανές, απλώς αναπαραγόμαστε βιολογικά. Οι περισσότεροι άνθρωποι που ασχολούνται με την AI δεν έχουν αμφιβολία περί του ότι είμαστε μηχανές. Είμαστε απλώς εξαιρετικά φανταχτερές μηχανές. Είμαστε ξεχωριστές, υπέροχες μηχανές».

Ηρθε, όμως, το πλήρωμα του χρόνου. Σύμφωνα με το MIT Technology Review, ο Χίντον λέει ότι η νέα γενιά γλωσσικών μοντέλων –ειδικά το GPT-4, το οποίο κυκλοφόρησε το OpenAI τον Μάρτιο– τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι τα μηχανήματα βρίσκονται σε καλό δρόμο για να καταστούν πολύ πιο έξυπνα απ’ ό,τι πίστευε αρχικά· και σίγουρα γρηγορότερα από τους υπολογισμούς του, καθώς, όπως γράφει η Washington Post, ​​αναγνώρισε ότι, σε αντίθεση με τα πυρηνικά όπλα, δεν υπάρχουν διεθνείς κανονισμοί που να εμποδίζουν ή να τιμωρούν τη μυστική χρήση της τεχνητής νοημοσύνης από κυβερνήσεις ή εταιρείες.

«Αυτά τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά από εμάς», έχει πει στο MIT Technology Review. «Μερικές φορές νομίζω ότι είναι σαν να είχαν προσγειωθεί εξωγήινοι και οι άνθρωποι να μην τους αντιλαμβάνονται διότι μιλούν πολύ καλά αγγλικά».

Ο Χίντον, γράφουν οι ΝΥΤ, είπε επίσης πως, όταν οι άνθρωποι τον ρωτούσαν πώς γινόταν να εργάζεται σε μια τεχνολογία που είναι δυνητικά επικίνδυνη, παράφραζε τον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, ο οποίος είχε ηγηθεί της προσπάθειας των ΗΠΑ για την κατασκευή της ατομικής βόμβας: «Οταν βλέπετε κάτι που είναι τεχνικά ελκυστικό, βαλθείτε να το κάνετε». Δεν το λέει πια…

πηγή: Η Καθημερινή

Loading

Subscribe
Ειδοποίηση για
0 Σχόλια
Inline Feedbacks
Όλα τα σχόλια