Με τη συναισθηματική της φινέτσα και την καταπραϋντική της θαλπωρή, η ταινία του μακρινού συγγενή μας Αλεξάντερ Πέιν προσφέρει και μια καλοδεχούμενη αποκλιμάκωση των «διχασμών» που προκάλεσε άθελά της στο ελληνικό κοινό η ταινία του «δικού μας» Γιώργου Λάνθιμου.
———————–
«Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΛΛΟΙΩΣΙΣ, ο βίος υπόληψις», λέει σε σπαστά αλλά ευκρινή ελληνικά ο χαρακτήρας του Πολ Τζιάματι κάποια στιγμή στα «Παιδιά του χειμώνα», τσιτάροντας Δημόκριτο μέσω των «διαλογισμών» του Μάρκου Αυρήλιου στο σύγγραμμά του «Τα εις εαυτόν». Ο κόσμος τριγύρω είναι επιρρεπής στη στρέβλωση και στη μεταβολή, αλλά η ζωή μας αποτελεί προϊόν της δικής μας αντίληψης, ανήκει σ’ εμάς.
Σε κάποια άλλη στιγμή της ταινίας ο ίδιος χαρακτήρας, ο αιώνιος βοηθητικός λέκτορας Πολ Χάναμ, λέει ότι αυτό το βιβλίο στοχασμών και αποφθεγμάτων του Ρωμαίου αυτοκράτορα και φιλόσοφου αποτελεί κατά τη –διόλου ταπεινή– άποψή του «τη Βίβλο, το Κοράνι και την Μπαγκαβάτ Γκίτα στη συσκευασία του ενός. Και το καλύτερο απ’ όλα; Δεν υπάρχει ούτε μια αναφορά στον Θεό».
Λέει κι άλλες ελληνικούρες και λατινικούρες ο Πολ Χάναμ –πάντα με τη μορφή και το ύφος του Πολ Τζιαμάτι– στην ταινία του Πέιν, η οποία ήδη μοιάζει κλασικά «χριστουγεννιάτικη» (με την πιο ιδανική έννοια): «Δεν γεννιόμαστε μόνο για τον εαυτό μας» (Κικέρων). Πέρα από τα ωραία αποφθέγματα όμως, πιο κρίσιμες και πιο συγκινητικές είναι οι δικές του ατάκες, ακόμα κι αν προδίδουν τα κολλήματα και τις ψευδαισθήσεις του.
«Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο στην ανθρώπινη εμπειρία, κύριε Τάλι», λέει στον ευαίσθητο και εξεγερμένο νεαρό οικότροφο με τον οποίον ξέμειναν μαζί στις γιορτές. «Κάθε γενιά νομίζει ότι επινόησε την ακολασία ή τον πόνο ή την εξέγερση, αλλά κάθε παρόρμηση και όρεξη του ανθρώπου, από το αηδιαστικό μέχρι το μεγαλειώδες, βρίσκεται πάντα εδώ γύρω σου. Έτσι λοιπόν, πριν απορρίψεις κάτι ως βαρετό ή άσχετο, να θυμάσαι ότι, αν θέλεις πραγματικά να κατανοήσεις το παρόν ή τον εαυτό σου, πρέπει να ξεκινήσεις από το παρελθόν. Η ιστορία, βλέπεις, δεν είναι απλώς η μελέτη του παρελθόντος. Είναι και μια εξήγηση του παρόντος».
Ωραία και σοφά και διαχρονικά όλα αυτά, μόνο που, όπως ανακαλύπτει εν τέλει και ο ίδιος, πάντα μπορεί να υπάρξει μια εμπειρία ή ένα γεγονός ή μια συναναστροφή που μπορεί να σε διαμορφώσει με τον πιο καθοριστικό τρόπο.
Από άρθρο του Δημήτρη Πολιτάκη
Προσωπικά μου άρεσε και η ταινία του Λάνθιμου, παρόλο που όταν ξεκίνησα για το σινεμά, είχα αρνητική προδιάθεση. Αλλά άξιζε! Σημαντικότατη ταινία…
Αλλά σε εκπαιδευτικούς θα πρότεινα την ταινία “Τα παιδιά του Χειμώνα“!
Έχει άμεση σχέση με το επάγγελμα και νομίζω ότι θα συγκινήσει…
Και μόνο ότι με οδήγησε σε προβληματισμό, το παραπάνω απόφθεγμα του Δημόκριτου (το οποίο δεν γνώριζα), άξιζε τον κόπο…
Ο φιλόλογος απαγγέλει από στήθους Κικέρωνα και Αινειάδα.
Απαγγέλει στίχους από την Ιφιγένεια, στίχους από τους Όρνιθες, και κάνει το μαθητικό ακροατήριο να “τσουτσουρώνει”, αλλά ούτε σχέδια μαθήματος έχει, ούτε επιμορφώσεις κατά ΙΕΠ.
Ο ιστορικός μιλά για τις συγκινητικές ιστορίες της προσφυγιάς, αλλά και να εμφυσήσει σπέρματα δύσκολων ερωτημάτων, όπως “εκεί που συνωθούνται οι έλληνες της Σμύρνης στην προκυμαία, γιατί ο κυρίαρχος ελληνικός στόλος δεν προσέφερε βοήθεια”?
Ο φυσικός τους οδηγεί στη μαγεία των χρωμάτων του ουράνιου τόξου και του σπασίματος της ακτίνας laser, μέσα από πρίσματα, κάτοπτρα και φακούς. Φτιάχνει ομάδες για τους διαγωνισμούς της ΠΑΝΕΚΦΕ ή συνδέεται με το πείραμα ATLAS , αφού την προηγούμενη τους ξενάγησε στο CERN σε ένα δικό του οδοιπορικό.
Ο γεωλόγος κρεμά το χάρτη ανάποδα προς έκπληξη των παιδιών που του φωνάζουν: “κύριε κύριε η Κρήτη είναι από κάτω και όχι πάνω”.
Ο εικαστικός τους ζητά να ζωγραφίσουν σε ελεύθερη απόδοση την Γκουέρνικα.
Ο χημικός βάζει φωτιές, ανακατεύει διαλύματα, αλλάζει χρώματα.
Ο Δ/ντης καλείται να μπει στην τάξη για να βαθμολογήσει τον “νέο” αξιολογούμενο στο παιδαγωγικό κλίμα της τάξης σύμφωνα με τα προτάγματα του ΙΕΠ. Ο Πολ Χάναμ στόλισε κανονικότατα τον γραφειοκράτη (μόνο στο γραφείο του τον είδαμε) δ/ντη του, πληρώνοντας το τίμημα.
Πιστεύετε ότι είμαστε μακρυά από τις δυστοπικές μέρες που απεργάζεται το ΙΕΠ και το Υπ Παιδείας?
Καλησπέρα Βασίλη.
Και πού να πάμε σε άλλες … μικρές ιστορίες, που αναφέρονται στην ταινία.
Τι ρόλο παίζουν οι …χορηγοί; Θα απορριφθεί ένα παιδί χορηγού σε μάθημα;
Και τι θα γίνει αν ένας μαθητής συλληφθεί να αντιγράφει; Θα τιμωρηθεί αυτός ή ο μαθητής από τον οποίο αντέγραφε;
Και ποιοι λόγοι θα καθορίσουν ποιο παιδί θα τιμωρηθεί;
Καλό θα ήταν οι “πατέρες του έθνους” να δουν την ταινία, πριν ψηφίσουν το νομοσχέδιο, που παρακαμπτοντας το σύνταγμα, επιτρέπει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων…
Και μιλάμε για το 1970, εποχές περισσότερο αγνές και με μικρότερη κυριαρχία των αγορών.
δευτερεύον αλλά σίγουρα ενδιαφέρον,
το πως αποτυπώνεται η φοίτηση σε χλιδάτο, παραδοσιακό λύκειο, πλούσιων καλόπαιδων, που οι γονείς τους χορηγούν, επηρεάζουν και τσαμπουκαλεύονται σε καθηγητές.
Οι δικοί μας απόφοιτοι των Χάρβαρντ και τα Κολάμπια, σαράντα / πενήντα χρόνια πίσω, στα σέβεντις, στη σκοτεινή αίθουσα
μεταγραφή από σχόλιο συνομιλητή μου για το έργο
…. να το δείτε
σχετικό …
Έτος 2050. Τα πανεπιστήμια όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, ακόμα και τα κορυφαία παγκοσμίως, έχουν «εξαφανιστεί». Στη θέση τους έχουν δημιουργηθεί ιδιωτικές εκπαιδευτικές δομές μέσα σε τεχνολογικές εταιρείες-«κολοσσούς», κυρίως αμερικανικές, στις οποίες γίνεται έρευνα πάνω σε τομείς αιχμής, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη και η Βιοτεχνολογία. Για την εκπαίδευση των φοιτητών και φοιτητριών τους και την παραγωγή ακόμα πιο προηγμένης έρευνας, οι εταιρείες αυτές χρησιμοποιούν δεδομένα που συλλέγουν μέσω άλλων δραστηριοτήτων τους, νόμιμα ή παράτυπα. Η εκπαίδευση και η έρευνα έχουν εξελιχθεί παγκοσμίως σε εταιρικό «παιχνίδι» των ισχυρών.
Πόσο πιθανό είναι να επιβεβαιωθεί το παραπάνω σενάριο; Κατά τον καθηγητή του Τμήματος Πληροφορικής του ΑΠΘ, Ιωάννη Πήτα, πρόεδρο της Διεθνούς Ακαδημίας Διδακτορικών Σπουδών στην Τεχνητή Νοημοσύνη (AIDA), το ενδεχόμενο να «καταπιούν» οι μεγάλες εταιρείες τη διδασκαλία πανεπιστημιακού επιπέδου, είναι υπαρκτό.
«Μια μεγάλη και εντυπωσιακή αλλαγή, που συνετελέσθη κυρίως την τελευταία 15ετία, ήταν η απορρόφηση της έρευνας αιχμής, π.χ., στην ΤΝ και βιοτεχνολογία, από λίγες μεγάλες εταιρίες, κυρίως αμερικανικές, που έχουν τα απαιτούμενα δεδομένα, κεφάλαια και εξοπλισμό, για να πρωτοπορήσουν ερευνητικά. Και φυσικά, η εργασία ακολούθησε το κεφάλαιο: πολλοί κορυφαίοι επιστήμονες εγκατέλειψαν άριστα πανεπιστήμια για να πάρουν εξαιρετικά καλοπληρωμένες θέσεις σε τεχνολογικές εταιρίες.
Είναι άγνωστο πού θα οδηγήσει η τάση αυτή. Προς το παρόν, οι μεγάλες εταιρείες δεν ενδιαφέρθηκαν να ασχοληθούν με την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ίσως διότι εκεί δεν αναμένονται εντυπωσιακές αποδόσεις. Ίσως όμως το κάνουν στο μέλλον. Αν αυτό συμβεί, θα είναι δύσκολο ακόμη και για τα μεγάλα και πλούσια πανεπιστήμια, όπως το Χάρβαρντ, να αποκτήσουν τους πόρους που απαιτούνται για σύγχρονη έρευνα αιχμής. Κι αν τα καλά πανεπιστήμια χάσουν την πρωτοπορία στην έρευνα, χάνουν και τον λόγο ύπαρξής τους» επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Κατά τον κ. Πήτα, το τι επιπτώσεις θα μπορούσε να έχει κάτι τέτοιο στην παγκόσμια πρόσβαση στη γνώση είναι άγνωστο. «Μπορεί όμως να οδηγήσει σε διάφορες δυστοπικές θεωρήσεις του μέλλοντος. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σήμερα όχι μόνον η πρόοδος, αλλά και η επιβίωση της ανθρωπότητας εξαρτώνται από τη μαζική πρόσβαση στη γνώση» σημειώνει.
Στο σκηνικό αυτό επισημαίνει ότι, κατά τη γνώμη του, το κύριο διακύβευμα σήμερα δεν είναι αν θα γίνουν στην Ελλάδα ιδιωτικά πανεπιστήμια, αλλά «το πώς θα έχουμε μαζική και ποιοτική πανεπιστημιακή εκπαίδευση, που θα βάλει τη χώρα σε καλή θέση, αν όχι στον παγκόσμιο, τουλάχιστον στον περιφερειακό χάρτη πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Ποιοτικά πανεπιστήμια, δημόσια ή ιδιωτικά, θα μπορούσαν να προσελκύουν φοιτητές από Τρίτες χώρες, αυξάνοντας το ελληνικό ΑΕΠ. Έτσι, θα έχουμε τόσο εισροή πόρων, όσο και μείωση της έντασης των προβλημάτων εκπαίδευσης που προκύπτουν από την υπογεννητικότητα των Ελλήνων. Τέτοια Πανεπιστήμια θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα νέο κλίμα στη χώρα που θα αντιστρέψει, τουλάχιστον εν μέρει, την διαρροή εγκεφάλων (brain drain) στο εξωτερικό» υπογραμμίζει.
Οι ΗΠΑ χρηματοδοτούν τα πανεπιστήμια σχεδόν 8,5 φορές “γενναιότερα”
Κατά τον κ.Πήτα, στη συζήτηση και τον προγραμματισμό για τα δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια, το κόστος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι κομβικής σημασίας. «Δεν μπόρεσα να βρω πλήρως αξιόπιστα στοιχεία για το κόστος της δημόσιας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) λέει ότι η μέση ετήσια συνολική χρηματοδότηση ανά φοιτητή (δημόσιοι και ιδιωτικοί πόροι) είναι 3530 ευρώ (2021). Βάσει δικών μου, ανεπίσημων πληροφοριών, έχει αυξηθεί στα 4300 ευρώ το 2022. Βέβαια η αξιοπιστία των αριθμών αυτών πρέπει να ελεγχθεί, διότι ο ΟΟΣΑ δείχνει, για την Ελλάδα, μεγαλύτερη ετήσια χρηματοδότηση της βασικής εκπαίδευσης ανά μαθητή (7467 δολ), απ΄ό,τι της πανεπιστημιακής (4300 δολ). Επίσης τα νούμερα αυτά, μάλλον δεν περιλαμβάνουν τις αποσβέσεις (παλαιότερων) παγίων που, για ορισμένες σχολές μπορεί να είναι σημαντικές και ίσως να υπερβαίνουν και το 100% των άμεσων δαπανών» λέει ο καθηγητής.
Σε κάθε περίπτωση, η συνολική χρηματοδότηση για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι μικρή: μόνον 1,375 δισ. ευρώ για το 2020-2021. Η δημόσια χρηματοδότηση (938 εκατ.) είναι ακόμη μικρότερη. Με άλλα λόγια, η ετήσια χρηματοδότηση των ελληνικών πανεπιστημίων ανά φοιτητή/τρια είναι 8,4 φορές μικρότερη από αυτή των πανεπιστημίων των ΗΠΑ και χαμηλότερη από εκείνη της Τουρκίας ή της Βουλγαρίας.
«Δυστυχώς, εξαιτίας της δημοσιονομικής κρίσης, η κρατική χρηματοδότηση των πανεπιστημίων μειώθηκε περαιτέρω την τελευταία 15ετία και έκτοτε δεν ανέκαμψε. Ειδικά τα κονδύλια Δημοσίων Επενδύσεων, που φτάνουν στα πανεπιστημιακά τμήματα, σχεδόν μηδενίστηκαν, ενώ ο τακτικός προϋπολογισμός τους είναι ελάχιστος. Παραδείγματος χάριν, η κρατική χρηματοδότηση του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου μειώθηκε κατά 63,6% το διάστημα 2009-2015. Ένα ποσοστό των λειψών πόρων καλύφθηκε με καλύτερη διαχείριση, αλλά κυρίως μέσω εξωτερικής χρηματοδότησης. Το δημόσιο πανεπιστήμιο τα πήγε σχετικά καλά στην προσέλκυση εξωτερικών πόρων, που συμπληρώνουν τα κενά της δημόσιας χρηματοδότησης. Για παράδειγμα, τα τελευταία 30 χρόνια, η ετήσια κρατική χρηματοδότηση του Εργαστηρίου Τεχνητής Νοημοσύνης και Ανάλυσης Πληροφοριών του Τμήματος Πληροφορικής ΑΠΘ, του οποίου είμαι διευθυντής, μόλις και μετά βίας προσεγγίζει το 1% της χρηματοδότησής του από ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα» υπογραμμίζει.
Χάρη κυρίως στην εξωτερική χρηματοδότηση των δημόσιων πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων, αλλά και στη θετική επίδραση της παράδοσης διακρίσεων των Ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό, η Ελλάδα βρίσκεται στην 24η θέση παγκοσμίως και στην 18η στην Ευρώπη ως προς τον αριθμό των κορυφαίων επιστημόνων στον κόσμο, αναλογικά με τον πληθυσμό. Οι 438 κορυφαίοι επιστήμονες στην Ελλάδα προέρχονται κυρίως από επιστημονικούς κλάδους αιχμής, όπως: μηχανική, τεχνολογία, επιστήμη υπολογιστών, ιατρική, χημεία και περιβαλλοντικές επιστήμες. «Άρα υπάρχει καλή μαγιά για τη βελτίωση του δημοσίου πανεπιστημίου στην χώρα μας, ιδιαίτερα σε επιστήμες αιχμής» εκτιμά.
Η ενδεχόμενη βιασύνη, τα φοιτητικά δάνεια και οι κίνδυνοι
Δεδομένου ότι χρειαζόμαστε περισσότερους επιστήμονες και τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια δεν αρκούν για να παράγουν όσους/ες χρειάζονται, μήπως τελικά τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι απολύτως απαραίτητα; Ο κ. Πήτας θέτει μια σειρά από προϋποθέσεις και ζητήματα.
Όπως λέει, αν δούμε τι στοιχίζει πρακτικά η εκπαίδευση ενός ατόμου και σε τι ύψος ανέρχονται τα ετήσια δίδακτρα των ιδιωτικών (π.χ., στην Κύπρο είναι περίπου 20.000-33.000 ευρώ, ανάλογα με τη σχολή), είναι πιθανό να υπάρχουν υπερκέρδη. «Αυτό μπορεί να εξηγήσει και τη βιασύνη κάποιων επιχειρηματικών κύκλων να δουν όσο πιο γρήγορα την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Ένας υπαρκτός κίνδυνος είναι, μέσω των ιδιωτικών πανεπιστημίων, να οδηγηθούμε σε γενική αύξηση του κόστους της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (δημόσιας ή ιδιωτικής) για την ελληνική οικογένεια, αφού δεν αποκλείεται κάποια στιγμή, για λόγους ανταγωνισμού, να αρχίσουν να ζητούν δίδακτρα και τα δημόσια πανεπιστήμια. Τότε η προσβασιμότητα στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση θα μπορούσε να μειωθεί σημαντικά» υποστηρίζει ο κ.Πήτας.
Ενδεικτικά αναφέρει πως σε χώρες όπου οι νέοι είναι αναγκασμένοι να παίρνουν δάνεια για να πληρώσουν στα δίδακτρά τους, το γεγονός αυτό δρα αποτρεπτικά στο να συνεχίσουν να σπουδάζουν, δεδομένου ιδίως ότι, για παράδειγμα, στα σκανδιναβικά κράτη, οι αποδοχές των πτυχιούχων είναι μόνον περίπου 10% μεγαλύτερες από αυτές των αποφοίτων λυκείων -άρα δεν υπάρχει το κίνητρο για να χρεωθούν.
Θα μπορούσαμε όμως να πετύχουμε μαζικότητα στις πανεπιστημιακές σπουδές με άλλους τρόπους: «Η Πολιτεία θα μπορούσε να δίνει μαζικά υποτροφίες σε φοιτητές δημοσίων ή ιδιωτικών πανεπιστημίων που το αξίζουν. Οι υποτροφίες αυτές θα κάλυπταν το κόστος ζωής για τους φοιτητές όλων των πανεπιστημίων, συν μέρος των διδάκτρων των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Είμαι γενικά υπέρμαχος μιας γενναίας πολιτικής υποτροφιών (και όχι δανείων) προς τους φοιτητές είτε δημοσίων είτε ιδιωτικών Πανεπιστημίων για κάλυψη όλων των αναγκών τους υπό αυστηρούς όρους: είναι από τις καλύτερες επενδύσεις για αύξηση του ΑΕΠ» σημειώνει.
Πώς θα μπορούσε να διασφαλιστεί ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια παράγουν αποφοίτους υψηλής ποιότητας; «Σε ελληνικά πανεπιστήμια, δημόσια ή ιδιωτικά, θα πρέπει να μπορούν να σπουδάσουν μόνον όσοι παίρνουν τουλάχιστον τη βάση στις πανελλήνιες εισαγωγικές εξετάσεις. Αυτή η λύση είναι και δίκαιη: δεν μπορούν τέτοιοι κανόνες να εφαρμόζονται μόνον για τα δημόσια πανεπιστήμια. ‘Ετσι διασφαλίζουμε τουλάχιστον ότι δεν θα δίνονται πτυχία-κουρελόχαρτα και δίνουμε την δυνατότητα επαναπατρισμού στην πλειονότητα των Ελλήνων φοιτητών του εξωτερικού που το αξίζουν. Επιπλέον, σε όλα τα επαγγέλματα που είναι κατοχυρωμένα νομικά (πχ, γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί), θα πρέπει να υπάρχουν επαγγελματικές εξετάσεις, τύπου ΑΣΕΠ, που θα πιστοποιούν την επάρκειά τους έπειτα από την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης, δημόσιας ή ιδιωτικής» καταλήγει.
από εδώ