Βιογραφία
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 1935. Φοίτησε στο 2ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, και είχε συμμαθητές τους Λευτέρη Παπαδόπουλο, Θόδωρο Αγγελόπουλο και Αλέκο Φασιανό. Σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Βόννης και του Παρισιού (Σορβόνη). Ήταν διδάκτωρ φιλοσοφίας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Σορβόνης και της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Επίσης, υπήρξε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, του St. Vladimir’s Orthodox Seminary της Νέας Υόρκης, του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και της Σχολής του Τιμίου Σταυρού της Βοστώνης. Διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού Σύνορο, που εξέδωσε δώδεκα τεύχη από το 1964 ως το 1967.
Από το 1982 μέχρι το 2002 υπήρξε τακτικός καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών της Αθήνας, αρχικά στο τότε ενιαίο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών και μετά στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών. Δίδαξε φιλοσοφική ορολογία, και μέθοδο, πολιτική φιλοσοφία και πολιτιστική διπλωματία. Επίσης είχε διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής στα πανεπιστήμια Παρισιού, Γενεύης, Λωζάννης και Κρήτης. Είχε επιδείξει πλούσιο συγγραφικό έργο με θεματολογία που σχετίζεται με την έρευνα των διαφορών ανάμεσα στην ελληνική και στην δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία και ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Το βιβλίο του «Η ελευθερία του ήθους» θεωρείται ότι όρισε τον πυρήνα αυτού που αργότερα ονομάστηκε «νεορθοδοξία» και έχει χαρακτηριστεί «ο Μάης του ’68 στην Ορθόδοξη θεολογία και ηθική». Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 10 τουλάχιστον ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο Χρήστος Γιανναράς υπήρξε υπότροφος του γερμανικού Ιδρύματος Υποτροφιών «Alexander von Humboldt Stiftung». Είναι εκλεγμένο μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων, καθώς επίσης και της Διεθνούς Ακαδημίας Ανθρωπιστικών Επιστημών (Academie International des Sciences Humaines) (Βρυξέλλες). Παρέμβαινε για πολλά χρόνια στην κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα μέσω τακτικής αρθρογραφίας στις εφημερίδες, «Το Βήμα», παλαιότερα, επί 13 χρόνια, και από το 1993 στην «Καθημερινή», με παράλληλες τηλεοπτικές εμφανίσεις.
Απεβίωσε στις 24 Αυγούστου 2024, σε ηλικία 89 ετών.
Πηγή: Foititikanea.gr
Μια μεγάλη απώλεια για το χώρο της Φιλοσοφίας, της Θεολογίας και της διανόησης που καθιστά πτωχότερη την πνευματική ζωή της χώρας. Όσοι έχουμε διαβάσει το έργο του, πέρα από τις επί μέρους διαφωνίες, μάθαμε για τον «ελληνικό τρόπο» και την «κοινωνία των σχέσεων», καταλάβαμε, γιατί «αν δεν ξέρεις από που έρχεσαι, δεν ξέρεις και που πηγαίνεις», διδαχθήκαμε τι είναι «η εμπειρική ψηλάφηση του θείου» και μυηθήκαμε στην ένσαρκη μεταφυσική. Η ανάγνωση της επιφυλλίδας του αρκούσε για να γοητευθεί κανείς από τη δύναμη της πένας του, αλλά και να συντηρήσει με τον καλύτερο τρόπο την επαφή του με τη γλώσσα που ομιλείται αδιάλειπτα για 3000 χρόνια.
Τον συνάντησα για τελευταία φορά , πριν από αρκετά χρόνια σε μια διάλεξή του στο Εθνικό ίδρυμα Ερευνών. Κατά τη συνομιλία μας του ανέφερα ότι συχνά η Κυριακάτικη επιφυλλίδα του δίνεται για επεξεργασία στους υποψηφίους στα πλαίσια της προετοιμασίας τους στο μάθημα της Έκθεσης. Τον είδα να δακρύζει.
Είναι βέβαιο ότι το έργο του κατατάσσεται στα πιο σημαντικά στο χώρο της ελληνικής Φιλοσοφίας του 20ου αιώνα και θα μελετηθεί διεξοδικά.
Θα κλείσω αυτό το σύντομο αποχαιρετιστήριο σημείωμά μου, ελάχιστο φόρο τιμής για όσα μας προσέφερε, με αυτό που έγραψε για την εκδημία του κάποιος από την «άλλη πλευρά».
Για τον Χρήστο Γιανναρά
Αντώνης Λιάκος 25 Αυγ 2024
Σεβόμουν τον Χρήστο Γιανναρά, παρά τις διαφωνίες μαζί του, θα έλεγα καλύτερα ότι ανήκαμε σε διαφορετικούς διανοητικούς κόσμους. Δεν μπορεί όμως παρά να του αναγνωριστεί η τόλμη του να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα και να διατυπώνει θέσεις και αντιλήψεις αδιανόητες για την εποχή του και τους γύρω του, να έχει μια αξιοζήλευτη ροή λόγου και ένα πάθος ασίγαστο για όσα υποστήριζε, τέλος να συνεχίζει να γράφει αδιαλείπτως ως τα βαθιά του γεράματα. Τα γράφω αυτά επιμένοντας στην πολύ μεγάλη απόσταση που χωρίζει τις δικές μου ιδέες από τις δικές του στις βασικές παραδοχές. Ο Γιανναράς ερχόταν από μια άλλη, μακρινή παράδοση στην οποία ούτε το άτομο είχε αυτόνομη θέση, ούτε βέβαια η έννοια ανθρώπινα δικαιώματα είχε αφεαυτής υπόσταση. Θα έλεγα συνοπτικά ότι αν κάποιος εξέφρασε ολοκληρωμένα και σε βάθος τον ελληνικό οξιντενταλισμό (Greek Occidentalism) είναι ο Χρήστος Γιανναράς. Αν υπήρχε δυνατότητα ελληνικού/ορθόδοξου φονταμενταλιστικού κινήματος, αυτός θα ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος.
Αλλά και χωρίς αυτό, υπήρξε από τους διανοούμενους που θα αφήσουν ισχυρό αποτύπωμα στην ελληνική διανοητική ιστορία. Ανανέωσε την ελληνική θεολογική σκέψη, εξέφρασε μια ιδιότυπη μεταπολίτευση απέναντι στον κανονιστικό θεολογικό λόγο που κυριαρχούσε έως τότε, και αντικατέστησε σε εμβέλεια τον άλλο μεγάλο θεολόγο της μετεμφυλιακής εποχής, τον Παναγιώτη Τρεμπέλα. Το έργο του συνομιλούσε με την σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία (ρωσική και δυτική), και αυτό μαρτυρούν όχι μόνο οι μεταφράσεις του έργου του, αλλά και πολυάριθμες ξένες μελέτες γι αυτό.
Είναι ενδιαφέρουσα η αντίληψη της χριστιανικής ευχαριστιακής κοινότητας που εισήγαγε απορρίπτοντας τον όρο και την έννοια θρησκεία, οι ιδέες του για τον ελληνισμό ως συνολικό τρόπο του βίου και η απόρριψή του για το νέο ελληνικό κράτος. Μπορεί όλα αυτά να θεωρούμε ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αλλά ο λόγος μιας προσωπικότητας με την αίσθηση αποστολής που είχε ο Γιανναράς ήταν να υποκινήσει την οραματική σκέψη. Φαντάζομαι ότι πολλές ερμηνείες του έργου του θα υπάρξουν και άλλες τόσες εκδοχές με μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους.
Με στενοχωρεί -για να το πω κι αυτό- ο περιορισμένος διανοητικά τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε -και συνεχίζει να αντιμετωπίζεται- από την ελληνική αριστερά και όσους ομνύουν στον ορθολογισμό. Άτοπες είναι και οι αναφορές στη συζήτηση για το πως έγινε καθηγητής πανεπιστημίου. Μα αν δεν γινόταν ο Γιανναράς, ποιος άλλος θα γινόταν;
Πάντως τώρα που δεν θα μας ενοχλούν οι αναφορές του σε καθημερινά ζητήματα, αξίζει να δούμε τις κατευθυντήριες γραμμές αυτής της νέας θεολογικής σκέψης από τη δεκαετία του εξήντα και έπειτα. Στο κάτω-κάτω, και το γράφω για τους πιο δύσπιστους, ας μην ξεχνάμε τί οφείλει η πολιτική σκέψη στη θεολογική σκέψη. Αν θέλεις να ξεκλειδώσεις τη μία, πρέπει να δεις την άλλη.
Από ανάρτηση στο Facebook
Καλημέρα Ξενοφώντα.
Ο Χρήστος Γιανναράς, από όποια πλευρά και αν το δει κανείς, ήταν ένας μεγάλος διανοητής της εποχής μας.
Να προσθέσω στα παραπάνω δυο σχόλια.
Ολόκληρο το έργο του, διαπερνάται από μια δριμεία αντι-δυτική κριτική η οποία έχει ως πηγή, να ξαναβρεί ο χριστιανισμός, στην ορθόδοξη εκδοχή του, τη θέση που είχε άλλοτε, πριν την δημιουργία του ελληνικού κράτους. Εξού και η επαναλαμβανόμενη αναφορά του σε κοινότητες και άλλους θεσμούς που είχαν ως κέντρο βάρους, την ορθόδοξη πίστη.
Αυτό που φαίνεται ότι ήταν το μεγάλο του πάθος, ήταν η αντίθεσή του στον «πιθηκισμό» εκ μέρους των νεοελλήνων τού πάσης φύσεως εισαγομένου ευρωπαϊκού προϊόντος, είτε αυτό είναι ιδέες και συμπεριφορές, είτε έπιπλα και ρούχα.
Όσον αφορά τα υπόλοιπα, θα μείνω σε δήλωση του ηθοποιού Γιάννη Ζουγανέλη:
“«Μόλις τελείωσε η κηδεία του ιδιαίτερου, του μεγάλου, του φιλόσοφου της σύγχρονης ιστορίας του γένους μας, του ανθρώπου που συνδυάζει το παρελθόν για να πάρεις φόρα και να πας στο μέλλον. Η σκέψη του θα μείνει αιώνια. Θλίβομαι, γιατί δεν υπήρχε παρουσία της Πολιτείας, άρα δεν υπάρχει Πολιτεία.
Όταν η Πολιτεία δεν γνωρίζει τι είναι ο Γιανναράς, αυτό σημαίνει ότι δεν γνωρίζει τίποτα. Εκτός από τον Προκόπη Παυλόπουλο, ούτε καλλιτέχνες, ούτε πολιτικοί, ούτε εκπρόσωποι κομμάτων, ούτε καν από την Πάντειο δεν είδα στεφάνι, που ήταν χρόνια καθηγητής. Ας συμμορφωθούμε λιγάκι γιατί χανόμαστε. “
Καλημέρα σας. Επειδή καλό πάντα είναι να υπάρχει αντίλογος, απλά θα αφήσω ένα άρθρο του Γιώργου Ν. Οικονόμου, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Υφέρπων φασισμός
Από τη δεκαετία του 1990, σε ένα τμήμα της κοινωνίας παρατηρείται άνοδος του εθνικισμού, της θρησκευτικής ρητορείας και του αντιδυτικισμού. Οι συνθήκες που επέτρεψαν αυτά τα φαινόμενα ήταν κατ’ αρχάς η αποτυχία του ελληνικού πολιτικού συστήματος και η διαφθορά του που φάνηκε ήδη το 1989 (σκάνδαλο Κοσκωτά, δίκη Α. Παπανδρέου). Μετά, ο φανατισμός με το «μακεδονικό» ζήτημα εναντίον της γείτονος χώρας και της σύνθετης ονομασίας της με το όνομα «Μακεδονία».
Στη συνέχεια, η υστερία υπέρ των Σέρβων ορθοδόξων χριστιανών και σφαγιαστών των Βαλκανίων (Μιλόσεβιτς, Μλάντιτς, Κάρατζις). Επίσης, οι κινητοποιήσεις υπέρ της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Τέλος, οι επιθέσεις και τα υβρεολόγια κατά του Βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού. Σε αυτές τις εκδηλώσεις εθνικιστικής υστερίας, πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε η Χριστιανική Εκκλησία και οι νεοορθόδοξοι θεολογίζοντες.
Εξέχουσα θέση στους τελευταίους κατέχει ο θεολόγος αρθρογράφος πρωινής εφημερίδας, Χρήστος Γιανναράς. Από τη δεκαετία 1980, στρέφεται εναντίον του Δυτικού πολιτισμού και του Διαφωτισμού και σπέρνει εθνικιστικές και θρησκευτικές ιδέες, με κορύφωση την υποστήριξη του θεοκρατικού και μοναρχικού Βυζαντίου ως υπόδειγμα τρόπου ζωής!
Κατά καιρούς έχει υποστηρίξει αμφιλεγόμενες προσωπικότητες, όπως τον Κωνσταντίνο Καραμανλή Α’, τον Βγενόπουλο, τον Πάγκαλο, την Γαρυφαλλιά Κανέλλη, τον Χριστόδουλο, τον Πούτιν. Εχει επίσης προτείνει την καταστρατήγηση του Συντάγματος με σχηματισμό εξωκοινοβουλευτικής κυβέρνησης από ανώτατους αξιωματούχους του Στρατού, της δικαστικής εξουσίας και της οικονομίας, για να «σωθεί η χώρα».
Τις τελευταίες δεκαετίες, ο Γιανναράς επιδίδεται σε παραληρήματα εναντίον κάθε διαφορετικής άποψης. Καταφέρεται κατά πάντων σαν να είναι ο αδιαμφισβήτητος εκφραστής της αλήθειας, του σωστού και της ηθικής. Τα κείμενά του είναι λίβελοι και πολεμικές, χωρίς επιχειρήματα, αλλά με συναισθηματισμούς, αμετροεπή επιθετικότητα, με ανεπίτρεπτη λεκτική βιαιότητα και ύβρεις. Διασπείρουν μισαλλοδοξία, πόλωση και εμφυλιοπολεμικό μένος.
Τελευταίο δείγμα είναι πρόσφατο άρθρο του σε πρωινή εφημερίδα με αφορμή την ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τη Βουλή, το οποίο από την αρχή μέχρι το τέλος περιέχει μόνο ψεύδη και ύβρεις. Σε αυτό τοποθετεί στο ίδιο επίπεδο τον Κολοκοτρώνη, τον Λεωνίδα και τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά! Πιστεύει ότι σήμερα ζούμε σε «συλλογική συμφορά» και χαρακτηρίζει τους υποστηρικτές της Συμφωνίας στα ΜΜΕ «παραχαράκτες», διότι κατασκευάζουν «εντυπώσεις», και όσους τους πιστεύουν ότι είναι «ευνουχισμένοι από τη σχολική παιδεία», και μεταβολίζουν «άσκεπτα, άκριτα και παθητικά τις τηλεοπτικές εντυπώσεις».
Οι πολιτικοί αντιμετωπίζονται ως «συμπτώματα αρρώστιας μολυσματικής, σωστής λοιμικής», κατηγορούνται ότι «παραφρονούν: αρρωσταίνουν βαριά». Οι «ριζοσπαστικοί» αριστεροί αποκαλούνται «χαμερπείς λακέδες των Αγορών και του ΝΑΤΟ», «ξεπουλάνε με άθλια τεχνάσματα πατρώα γη και προγονική ιστορία». Ο πρωθυπουργός (σ.σ εννοεί τον Τσίπρα) αποκαλείται «αυτουργός της πρόσφατης ιεροσυλίας (ασέλγειας στην ελληνικότητα της Μακεδονίας)», «επιδεικτικά εξαγορασμένος» και μαζί με τους άλλους κυβερνώντες είναι άτομα με «αρρωστημένο ψυχισμό». Οι βουλευτές των άλλων κομμάτων που ψήφισαν τις κυβερνητικές επιλογές είναι «νηπιακά μωρόπιστοι, προσήλυτοι στην ιεροσυλία». Οι δε ιστορικοί, που υποστηρίζουν διαφορετικές απόψεις από αυτόν, χαρακτηρίζονται «μισθωμένοι μανδαρίνοι των Αγορών και του ΝΑΤΟ». Ολοι οι πολιτικοί συλλήβδην «συμπληρώνουν το σκηνικό της νεκροπομπής».
Είναι εμφανές ότι πρόκειται για άρθρο γεμάτο ακρότητες, υπερβολές, μακάβριες εικόνες, με χυδαία υβρεολόγια για τους πάντες. Δεν έχει κανένα έλλογο επιχείρημα, παρά μόνον απαξίωση και διχαστικό φανατισμό. Το ύφος και το ήθος του άρθρου θυμίζουν τη μεσαιωνική ατμόσφαιρα του μίσους στον Εθνικό Διχασμό του 1916-17 με το «Ανάθεμα» κατά του Ελ. Βενιζέλου και τον «λιθοβολισμό» στο Πεδίον του Αρεως, με κύριο συντελεστή την ορθόδοξη Εκκλησία.
Ομως, ο Γιανναράς δηλώνει χριστιανός, υμνεί τη θρησκεία «της αγάπης, της ταπείνωσης και της συγχώρεσης». Πρόκειται προφανώς για υποκρισία, διότι διαδίδει τα αντίθετα: το μίσος κατά των ετεροδόξων και την εξαφάνισή τους, με την έπαρση και την αλαζονεία του κατόχου της μοναδικής και αιώνιας αλήθειας. Εδώ ακριβώς βρίσκεται ο ρόλος της θρησκείας: επιτρέπει στους πιστούς της να υποστηρίζουν θεωρητικά ανθρώπινες αξίες και να πράττουν τα ακριβώς αντίθετα. Οι βίαιες και ακραίες απόψεις θα μπορούσαν να αποσοβηθούν εάν υπήρχε έστω ένα ελάχιστο ψήγμα φιλοσοφικής κουλτούρας, με βάση τη νηφαλιότητα, τον διάλογο, τα επιχειρήματα, τον αναστοχασμό και τον σεβασμό του Αλλου. Δυστυχώς, αυτά δεν αποκτώνται στα θεολογικά δόγματα και στον εθνικιστικό φανατισμό.
Το άρθρο αυτό συντελεί στον εθνικιστικό επικίνδυνο διαχωρισμό σε «πατριώτες» και «προδότες», σε «υγιείς» και «αρρώστους». Σπέρνει τη μισαλλοδοξία και προτρέπει τους «εθνικόφρονες» και «υγιείς» να εξοντώσουν τους «αρρώστους» και τους «προδότες», δηλαδή αυτούς που σκέπτονται διαφορετικά από τον ίδιο. Χαρακτηρίζει τους διαφορετικά σκεπτόμενους ή έστω τους αντιπάλους ως εχθρούς. Φυσικά, ο εχθρός, κάθε εχθρός, πρέπει να ηττηθεί, να εξοντωθεί, να καταστραφεί. Στοχοποιεί έτσι πρόσωπα, κόμματα, απόψεις και προτρέπει στην εξαφάνισή τους. Αυτά είναι στοιχεία της φασιστικής ιδεολογίας.
Αναρωτιέται κανείς σε τι διαφέρουν τα γραφόμενα του Γιανναρά από τις εμφυλιοπολεμικές κραυγές των χρυσαυγιτών που διαδίδουν την εχθρότητα στην ανοικτή κοινωνία, το μίσος προς την ελευθερία, την ηθική και πολιτική εξαχρείωση. Είναι πλέον εξόφθαλμο ότι ο λόγος του Γιανναρά είναι μία από τις φωλιές στις οποίες εκκολάπτεται το αυγό του φιδιού, είναι πηγή φασιστικών σημασιών.
Καλημέρα , καλό μήνα και καλή σχολική χρονιά.
Διονύση , έτσι είναι, απούσα η επίσημη πολιτεία,εμπαθής για όσα της καταμαρτύρησε,όσο για την στάση του Πάντειου Πανεπιστημίου,είναι προφανές ότι η πολυπράγμων κυρία πρύτανις δεν θα βρήκε το χρόνο να ασχοληθεί.
Μπορεί κανείς να διαφωνεί με απόψεις και θέσεις είναι θεμιτό και τελικά ωφέλιμο, αλλά πρέπει να διαθέτει και την ανθρώπινη ποιότητα να το κάνει με ήθος.
Κύριε Κατσή, δεν γνωρίζω τον αρθρογράφο και το έργο του, είναι προφανές όμως ότι είτε δεν έχει διαβάσει το έργο του εκλιπόντος είτε δεν το έχει κατανοήσει.Αρκεί και μόνο η φράση “Ομως, ο Γιανναράς δηλώνει χριστιανός, υμνεί τη θρησκεία «της αγάπης, της ταπείνωσης και της συγχώρεσης» για να καταλάβει κανείς τη σχέση του αρθογράφου με το έργο του.Ο εκλιπών διανοητής πέρασε όλη του τη ζωή αντιτιθέμενος στη “θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος”.
Ξέρετε κύριε Κατσή, ένας έξυπνος τρόπος για να μεγαλοπιάνεται κάποιος είναι να απευθύνεται( καταφέρεται) εναντίον μιας προσωπικότητας , συνήθως με θράσος και άγνοια.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι καθόλου του στυλ μου να διαφωνώ στο ίντερνετ. Αλλά το συγκεκριμένο άρθρο έχει γραφτεί σε site φυσικών, δηλαδή κάπου που δεν έχει καμία σχέση.
Κ. Στεργιάδη είναι δικαίωμά σας να είστε θρήσκος όπως και του κ Γιανναρά. Ο καθηγητής τον κατηγόρησε για εθνισμό και φασιστικό λόγο. Το να γράφετε ότι ο καθηγητής δεν έχει διαβάσει τα γραπτά του ή δεν τα έχει καταλάβει είναι αστείο όταν αναφέρετε πάνω σε συγκεκριμένες δηλώσεις του κ Γιανναρά. Το ότι κάποιος θεολόγος έγινε καθηγητής φιλοσοφίας είναι τουλάχιστον ανάξιο σχολιασμού. Ίσως μας ζηλεύει το Ιράν. Είναι αλήθεια ότι ο διαφωτισμός δεν πέρασε από την Ελλάδα.
Ήμουν τακτικός αναγνώστης των επιφυλίδων του, για πάνω από μια δεκαετία. Ο συγκροτισμένος λόγος του και η καθαρότητα των εννοιών του σε προσήλκυε, ήταν αδύνατο να αντισταθείς και να μην αφιερώσεις λίγο χρόνο να εντρυφήσεις στη βαθύτητα των νοημάτων του. Εκτίμησα το ύφος της γραφής του, όπως και τον προφορικό λόγο του, που έχει διασωθεί στο διαδίκτυο. Τον εκτιμούσα, αν και δεν συμμεριζόμουν κάποιες απόψεις του, Τον δικαιολογούσα όμως καθώς διεβλεπα ότι δεν εξέφραζε βεβαιότητες αλλά αγωνίες για τα εκτός του γραφείου του ζητήματα.
Ομολογώ ότι σοκαρίστηκα από τα όσα βάρβαρα και άναρθρα έγραψαν ορισμένοι χούλιγκαν του διαδικτύου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μετά τον θάνατό του. Δεν σεβάστηκαν, αλλά ούτε και κατάλαβαν τίποτα από τα γραπτά του. Είναι προφανώς η λάθος εποχή να πεθάνεις αν είσαι δημόσιο πρόσωπο αυτού του βεληνεκούς. Έτσι θεώρησα καθήκον μου να συγκεντρώσω ορισμένες απόψεις καταξιωμένων λογίων συνανθρώπων μας.
Χρήστος Γιανναράς, In Memoriam
Δεν θυμάμαι η εκδημία άλλου συγγραφέα να προκάλεσε τόσες αντιδράσεις όσο αυτές που σημειώθηκαν μετά τον θάνατο του Χρήστου Γιανναρά. Σημείο αντιλεγόμενο, όχι τόσο το έργο του όσο το πρόσωπό του! Νομίζω ωστόσο ότι οι απρέπειες και οι συναισθηματικές τσιγκουνιές καλό είναι να μένουν αναπάντητες. Οι παλιότεροι θα θυμούνται ότι οι «συντηρητικοί» τον λογάριαζαν για «προοδευτικό». Σήμερα οι «προοδευτικοί» τον αποστρέφονται σαν «συντηρητικό»! Οπως και να έχει, το δέντρο που ‘χει τον καρπό, αυτό πετροβολάνε.
…«Δεν είναι η δεοντολογία που πλάθει τη ζωή». Ούτε καιρό ούτε διάθεση είχε για εκπτώσεις. Δεν επρόκειτο για στενοκεφαλιά ενός δύστροπου γραφιά, αλλά για επα.γρύπνηση ενός γενναίου που δεν άλλαζε όνομα ούτε στα σύκα ούτε στη σκάφη.
…Από τα πολλά χαρίσματά του ας κρατήσουμε την προτεραιότητα της αγαπητικής διακινδύνευσης έναντι της εγωτικής κατασφάλισης. Μιας διακινδύνευσης διόλου θεωρητικής και καθόλα ψηλαφητής. Ο έρωτας ως μοναδική οδός υπαρκτικής γνησιότητας. Και κοντά στην ένσαρκη μεταφυσική του, ας κρατήσουμε και την απότοκό της: τη φυσική, ήγουν επιχώρια, παράδοση του ελληνικού τρόπου, αυτή που δεν φιλιώνει ούτε με τον θάνατο ούτε με τη θανατίλα.
…Προφανώς και δεν έλειψαν οι αστοχίες (τις οποίες με μικρόψυχη σπουδή επισημαίνουν οι αναμάρτητοι), όμως δεν απόλειψε ποτέ η πείνα και η δίψα να μη σπαταληθεί και να μη μαγαριστεί η ιερότητα της ζωής.
Τα παραπάνω είναι αποσπάματα από το άρθρο του συγγραφέα Θεόδωρου Παντούλα “Το δέντρο που ’χει τον καρπό, αυτό πετροβολάνε“σε ένα αφιέρωμά του στις 2/9/24 στην καθημερινή
Κρατώ και δύο απόσπάσματα από την συνέντευξη του του Στέλιου Ράμφου “Οι νεοορθόδοξοι δεν είχαμε πιει μαζί ούτε καφέ” στην καθημερινή την 1/9/24:
Αυτό που τον ενδιέφερε πάρα πολύ ήταν το πνευματικό πρόβλημα της Ελλάδας. Μπορούσα από τότε να δω την ορμή ενός ανθρώπου που ήταν έτοιμος να σπάσει φραγμούς […] είχε μια σταθερή αναφορά σε κομβικά στοιχεία του ελληνορθόδοξου πολιτισμού, διότι πίστευε ότι η αδιάκοπη, αναστοχαστική, σχέση με τον πολιτισμό αποτελεί προϋπόθεση όχι μόνον απλής επιβιώσεως, αλλά και ανανεώσεως.
Ακόμη και όταν θεωρούσε την Ελλάδα τελειωμένη υπόθεση, ο Γιανναράς μετείχε στην προσπάθεια εθνικής αυτογνωσίας για να ξανασταθεί η χώρα στα πόδια της, μια προσπάθεια που αρχίζει τον 18ο αιώνα και συνεχίζεται. Είχε την αίσθηση ότι υπηρετούσε αυτή την ιδέα και νομίζω ότι την υπηρέτησε με συνέπεια.
Ο συναισθηματισμός του, δηλαδή η αγάπη για το υψηλό, τον έσπρωχνε κάπου αλλού και δικαιώθηκε στο τέλος. Η επιμονή του στο υψηλό δεν ήταν αντιδημοκρατική επιλογή, αλλά ζωτικής σημασίας διάκριση μεταξύ ισότητος και ανομοιότητος. Είμαστε πολιτικά ίσοι, αλλά ταυτόχρονα ανόμοιοι μεταξύ μας. Αυτό όμως τον υποχρέωσε να προχωρήσει και να κάνει έναν συγκερασμό, να συνδυάσει τη θεολογία με τη φιλοσοφία.
Και για το κίνημα που ονομάστηκε “νεοορθοδοξία”:
– Αυτός ο τίτλος είναι δημιούργημα ενός δημοσιογράφου και παλιού συμφοιτητή, του Πέτρου Μακρή, ο οποίος έκανε ένα ρεπορτάζ στη μεταδικτατορική «Ελευθεροτυπία» και έπλασε τη λέξη για να περιγράψει μια κίνηση ανθρώπων που έχουν αγάπη για την παράδοση και εξίσου αγάπη για τη ζωή. Η λέξη παρέμεινε, αλλά το σχήμα με σάρκα και οστά δεν υπήρχε. Δηλαδή, οι αποκαλούμενοι νεοορθόδοξοι, ο Γιανναράς, ο Ζουράρις, ο Σαββόπουλος, ο Μοσκώφ, εγώ, δεν είχαμε πιει όλοι μαζί ούτε καφέ. Ο ένας ήξερε τον άλλον, αλλά δεν είχαμε καμία οργάνωση. Αν υπήρχε οργάνωση, θα είχε πεθάνει εξαρχής. Υπήρχε όμως ένα πνεύμα αλλαγής την περίοδο της μεταπολιτεύσεως, που διαπέρασε σαν ρεύμα την κοινωνία και αυτό παρέμεινε.
Ο Χρ. Γιανναράς άφησε ένα έργο ανοικτό στον διάλογο και στην αυστηρή αλλά τεκμηριωμένη κριτική, όπως αυστηρή και τεκμηριωμένη ήταν η κριτική που άσκησε όλα αυτά τα χρόνια, όντας εξαιρετικός συγγραφέας και άριστος χειριστής της ελληνικής γλώσσας.