Πέρα από τις ηθικές ανησυχίες, οι ψευδείς δημοσιεύσεις έχουν καταστροφικές συνέπειες για την ακαδημαϊκή κοινότητα και την κοινωνία γενικότερα. Οι τομείς της ιατρικής, της φαρμακολογίας και της περιβαλλοντικής επιστήμης πλήττονται ιδιαίτερα.
Του Άγγελου Αλεξόπουλου
Η έρευνα απαιτεί αφοσίωση, αυστηρότητα και διαφάνεια – αξίες θεμελιώδεις για την επιστημονική κοινότητα. Ωστόσο, η ανάδυση των λεγόμενων paper mills απειλεί να υπονομεύσει αυτές τις αρχές, φέρνοντας στο προσκήνιο σοβαρά προβλήματα ακαδημαϊκής ακεραιότητας.
Τα paper mills είναι εταιρείες που, με το αζημίωτο, προσφέρουν τη συγγραφή ερευνών κατά παραγγελία. Με τιμές που κυμαίνονται από 200 έως 5.000 ευρώ ανά άρθρο, παράγουν ψευδο-έρευνες για ακαδημαϊκούς που επιθυμούν να δημοσιεύσουν χωρίς να έχουν περάσει το κατώφλι του εργαστηρίου. Αυτή η πρακτική επιτρέπει σε ακαδημαϊκούς να εντάσσονται σε επιστημονικές δημοσιεύσεις χωρίς κόπο, παρακάμπτοντας την ουσία της διαφάνειας και της υπευθυνότητας.
Λειτουργώντας στα γκρίζα όρια της νομιμότητας, τα paper mills προσφέρουν υπηρεσίες από τη συγγραφή έως και την ψεύτικη αξιολόγηση. Σύμφωνα με την Anna Abalkina, ειδικό σε θέματα ακαδημαϊκής ακεραιότητας, οι εταιρείες αυτές συχνά δωροδοκούν επιμελητές και συντάκτες επιστημονικών περιοδικών για να εξασφαλίσουν την έγκριση των άρθρων τους. Όπως αναφέρει σε σχετική έρευνα, τα paper mills «λειτουργούν πλέον σαν καρτέλ, εκμεταλλευόμενα την απουσία ενιαίων διαδικασιών ελέγχου στην ακαδημαϊκή κοινότητα».
Το φαινόμενο των “πειραγμένων” δημοσιεύσεων δεν γνωρίζει σύνορα. Το 2023, εκδοτικοί οίκοι όπως ο Wiley απέσυραν περίπου 1.200 άρθρα που αποδείχθηκε ότι προέρχονταν από γραμμές ψευδοεπιστημονικής παραγωγής. Οι SAGE και Elsevier απέσυραν εκατοντάδες ακόμη. Χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα προβλήματα. Οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών, έχοντας επενδύσει σημαντικά στην έρευνα και ανάπτυξη, επιθυμούν να βελτιώσουν τη θέση τους στους διεθνείς δείκτες καινοτομίας, οι οποίοι εμπεριέχουν και την παραγωγή δημοσιεύσεων. Αυτό εκμεταλλεύονται ευρέως τα paper mills.
Η έρευνα της Abalkina αποκαλύπτει μοτίβα και ανωμαλίες που υποδεικνύουν την εμπλοκή των paper mills. Συχνά, άρθρα εμφανίζουν περίεργους συνδυασμούς συγγραφέων με άσχετες ειδικότητες – όπως ιατρούς και βιοϊατρικούς μηχανικούς να συγγράφουν μελέτες για την εντομολογία. Τέτοιοι συνδυασμοί ενδέχεται να αποτελούν σημάδια “κατασκευασμένων” ερευνών, χωρίς πραγματικό ακαδημαϊκό υπόβαθρο.
Πέρα από τις ηθικές ανησυχίες, οι ψευδείς δημοσιεύσεις έχουν καταστροφικές συνέπειες για την ακαδημαϊκή κοινότητα και την κοινωνία γενικότερα. Οι τομείς της ιατρικής, της φαρμακολογίας και της περιβαλλοντικής επιστήμης πλήττονται ιδιαίτερα. Οι ψευδείς μελέτες μπορούν να παρασύρουν τη μελλοντική έρευνα σε λανθασμένα μονοπάτια ή να επηρεάσουν κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπόθεση του Paolo Macchiarini, ενός πρώην “πρωτοπόρου” χειρουργού στον τομέα των τεχνητών τραχειών. Δημοσίευσε μελέτες που εξυμνούσαν την αποτελεσματικότητα της “επαναστατικής” του μεθόδου, δημιουργώντας μια ψευδαίσθηση ασφάλειας και καινοτομίας. Η πραγματικότητα αποδείχθηκε τραγική. Αρκετοί από τους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε αυτές τις επεμβάσεις υπέστησαν σοβαρές επιπλοκές, και κάποιοι έχασαν τη ζωή τους. Αυτό το παράδειγμα αναδεικνύει τους κινδύνους των παραπλανητικών μελετών: μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία και να πλήξουν ανεπανόρθωτα την εμπιστοσύνη του κοινού προς την επιστήμη.
Οι οικονομικές επιπτώσεις από τη δραστηριότητα των paper mills είναι εξίσου σημαντικές. Αυτή η βιομηχανία αποφέρει εκατομμύρια δολάρια ετησίως, με μέρος των χρημάτων να προέρχεται από δημόσιους πόρους και πανεπιστημιακά κονδύλια. Για παράδειγμα, στη Ρωσία και την Ινδονησία, τα δημόσια πανεπιστήμια πληρώνουν υψηλό τίμημα για δημοσιεύσεις που συχνά αποσύρονται λόγω αναξιοπιστίας, με τους φορολογούμενους να επωμίζονται το κόστος. Σύμφωνα με το Retraction Watch, όταν το κόστος για κάθε άρθρο μπορεί να αγγίζει τα 5.000 ευρώ, τα πανεπιστήμια σπαταλούν σημαντικούς πόρους σε πλαστές μελέτες αντί να στηρίζουν γνήσια έρευνα.
Όπως δήλωσε ένας εκπρόσωπος του United2Act: «Η καλλιέργεια των paper mills αποτελεί σοβαρή οικονομική απώλεια, αλλά το αληθινό κόστος είναι ότι υπονομεύεται η εμπιστοσύνη στην ακαδημαϊκή έρευνα. Οι χώρες που χρηματοδοτούν την έρευνα με δημόσιους πόρους υποφέρουν ιδιαίτερα, με τους πολίτες να πληρώνουν το τίμημα».
Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το φαινόμενο; Η ακαδημαϊκή κοινότητα αναπτύσσει εργαλεία για τον εντοπισμό και την πρόληψη αυτών των ανήθικων πρακτικών. Πλατφόρμες όπως το PubPeer και το Retraction Watch καταγράφουν και αναλύουν ύποπτες δημοσιεύσεις, επιτρέποντας στους ερευνητές να εντοπίζουν άρθρα με στοιχεία που υποδεικνύουν παρατυπίες. Επίσης, η τεχνητή νοημοσύνη χρησιμοποιείται για την αναγνώριση μη φυσιολογικών επαναλήψεων δεδομένων και “ανακυκλωμένων” εικόνων, διευκολύνοντας τη διάκριση των γνήσιων από τις πλαστές μελέτες.
Πολλοί εκδοτικοί οίκοι ενισχύουν τις δικλίδες ασφαλείας τους, χρησιμοποιώντας προγράμματα που ανιχνεύουν πλαστές αξιολογήσεις. Ωστόσο, οι μέθοδοι αυτές απαιτούν συνεχή ανανέωση και εξέλιξη για να παραμένουν αποτελεσματικές. Σύμφωνα με την Committee on Publication Ethics (COPE), οι εκδότες βρίσκονται σε έναν διαρκή αγώνα ενάντια στα paper mills, που προσαρμόζονται και βρίσκουν νέους τρόπους να παρακάμψουν τις ασφαλιστικές δικλίδες.
Το πρόβλημα, όμως, δεν μπορεί να λυθεί μόνο με τεχνολογικά μέσα. Η ακαδημαϊκή κοινότητα συνειδητοποιεί την ανάγκη για αυστηρότερους ελέγχους και ευαισθητοποίηση των πανεπιστημίων. Οι αλλαγές πρέπει να ξεκινήσουν από τη ρίζα του προβλήματος: την εμμονή με την ποσότητα των δημοσιεύσεων ως το πρωταρχικό κριτήριο αξιολόγησης των ακαδημαϊκών.
Η προσήλωση στον αριθμό των δημοσιεύσεων συντηρεί την κουλτούρα “δημοσιεύω ή αφανίζομαι”, καθιστώντας την κατά παραγγελία δημοσίευση ερευνών ελκυστική επιλογή για όσους νιώθουν ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις αυξανόμενα πιεστικές απαιτήσεις της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας. Ο Dr. John Smith, ειδικός στην ακαδημαϊκή δεοντολογία, επισημαίνει: «Ο μόνος τρόπος για να καταπολεμήσουμε το πρόβλημα είναι να δώσουμε έμφαση στην ποιότητα της έρευνας και όχι στην ποσότητα των δημοσιεύσεων. Η συνεχής πίεση για δημοσιεύσεις είναι αυτή που κάνει τα paper mills τόσο ελκυστικά».
πηγή: news247.gr
Ενδιαφερον το αποσπασμα και φοβερο το εργο του Βινερ.
Το απόσπασμα από το βιβλίο του Βίνερ συμφωνεί τρόπον τινά με την κατακλείδα του παρόντος άρθρου:
Η προσήλωση στον αριθμό των δημοσιεύσεων συντηρεί την κουλτούρα “δημοσιεύω ή αφανίζομαι”, καθιστώντας την κατά παραγγελία δημοσίευση ερευνών ελκυστική επιλογή για όσους νιώθουν ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις αυξανόμενα πιεστικές απαιτήσεις της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας. Ο Dr. John Smith, ειδικός στην ακαδημαϊκή δεοντολογία, επισημαίνει: «Ο μόνος τρόπος για να καταπολεμήσουμε το πρόβλημα είναι να δώσουμε έμφαση στην ποιότητα της έρευνας και όχι στην ποσότητα των δημοσιεύσεων. Η συνεχής πίεση για δημοσιεύσεις είναι αυτή που κάνει τα paper mills τόσο ελκυστικά».
Έχω δει ανθρώπους να αντιπαραβάλλουν εαυτούς με σπουδαία άτομα λέγοντας:
-Μα έχω πιο πολλές δημοσιεύσεις από τον …..
Η ευγένεια δεν μου επιτρέπει να παραθέσω τα ονόματα του δράστη και αυτού από τον οποίον έχει περισσότερες δημοσιεύσεις.
Το θέμα είναι πώς θα γίνει αυτό που λες Γιάννη. Πώς δηλαδή θα δοθεί έμφαση στην ποιότητα και ποιος θα το κρίνει τι είναι ποιοτικό και τι όχι.
Επισης είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι οι reviewers δεν πληρώνονται για τα reviews. Αν αυτό αλλάξει τότε σίγουρα θα αλλάξει και το επιπεδο των κρίσεων, κατά την προσωπική μου πάντα αποψη.
Η κρίση ενος paper είναι σκληρή δουλειά, θέλει ώρες και είναι μη αμειβόμενη εργασία, για όσους φίλους δεν το γνωρίζουν.
Δεν ξέρω πως θα γίνει.
Το πρόβλημα του ακαδημαϊκού χώρου ας το λύσει ο ίδιος.
Δεν έγραψα εγώ το άρθρο. Όμως φαίνεται πως υπάρχει πρόβλημα ποιότητας.
Ποιότητας που υποχωρεί προ του μεγάλου πλήθους των δημοσιεύσεων.
Ο Σέρτζιο Λεόνε γύρισε 6,5 ταινίες και ο Σέρτζιο Κορμπούτσι 26 τουλάχιστον.
Προτιμώ τον πρώτο.
Το θεώρημα δειγματοληψίας έχει πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα από 10 αμήχανες δημοσιεύσεις ηλεκτρονικών.
Οι εξισώσεις Μάξγουελ και η διαστολή του χρόνου πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα από 50 δημοσιεύσεις της σειράς, έστω και σε καλά περιοδικά.
Συμφωνώ απόλυτα με το τελευταίο σου σχόλιο Γιάννη.
Καλησπέρα Άρη,
Είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι ο όρος ΔΕΠ αναφέρεται στο Διδακτικό Ερευνητικό Προσωπικό και όχι στο Διδακτικό Επιστημονικό Προσωπικό, όπως λανθασμένα αναφέρεις.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι διεθνώς τα μέλη ΔΕΠ έχουν πάντα και ερευνητική δραστηριότητα που την δημοσιεύουν σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Στα περισσότερα πανεπιστήμια παγκοσμίως, η ερευνητική δραστηριότητα συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας, καθώς συνδέει τη διδασκαλία με τις σύγχρονες εξελίξεις της επιστήμης και της γνώσης.
Δυστυχώς, στην ελληνική ακαδημαϊκή πραγματικότητα παρατηρούνται αποκλίσεις από αυτήν την προδιαγραφή. Αυτή η κατάσταση έχει αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο στους φοιτητές, οι οποίοι δεν έχουν την ευκαιρία να ωφεληθούν από μια δυναμική και επίκαιρη πανεπιστημική διδασκαλία, αλλά επηρεάζει επίσης την διεθνή κατάταξη των πανεπιστημίων καθώς και την ποιότητα της παρεχόμενης Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης συνολικά.
Τίνα, ναι, κατ΄ αρχάς, αλλά…
(επειδή πάντα υπάρχει ένα αλλά)
δεν υπάρχουν στην ”πιάτσα” γραφεία με ετοιματζίδικες εργασίες, πιθανόν και κλεμένες, όπου επί πληρωμή ή λόγω προσωπικών σχέσεων, σου ετοιμάζουν μεταπτυχιακά και διδακτορικά;
πώς διαπιστώνεται ότι η εργασία είναι πράγματι του δημοσιεύοντος;
(προσωπική εμπειρία: μου τηλεφώνησε εν κινήσει μέσα από ταξί, σε πορεία για ιδιαίτερο, ανερχόμενη σταρ γνωστής ένωσης, με μεταπτυχιακό ή διδακτορικό, για να της λύσω την άσκηση τάδε από το σχολικό βιβλίο της Α Λυκείου, βέβαια υπάρχει και λυσάρι,
φυσικά και δεν το έκανα)
Ναι Βαγγέλη έχεις δίκιο. Αυτό που λες γίνεται δυστυχώς. Και για αυτό κατα καιρους έχουν γραφεί διάφορα για δημόσια πρόσωπα και για τις περγαμηνές τους. Αυτό όμως δεν ακυρώνει την τεράστια προσπάθεια και τον αγώνα των ερευνητών να προκόψουν κάνοντας σπουδές και ερευνητικές εργασίες. Απατεώνες υπάρχουν παντου.