Ο Αντώνης Λιάκος μιλάει στο iEidiseis για τη Μικρασιατική Καταστροφή, τις επιδιώξεις της Ελλάδας και το ρόλο των μεγάλων δυνάμεων της εποχής
- Σε ποιο διεθνές περιβάλλον έγινε η Μικρασιατική Εκστρατεία κ. Λιάκο;
H Μικρασιατική Εκστρατεία το 1919 -1922 είναι η τελευταία φάση των πολέμων που άρχισαν το 1912 στα Βαλκάνια. Οι τρεις φάσεις αυτού του πολέμου είναι οι Βαλκανικοί πόλεμοι, το 1921-13, ο ευρωπαϊκός πόλεμος 1914-1918, και η μικρασιατική εκστρατεία 1919-22. Στην τελευταία αυτή φάση συνεχιζόταν ο πόλεμος σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη και την Εγγύς Ανατολή. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε την περίοδο ως διαδοχικούς σεισμούς. Μεγάλος προσεισμός οι Βαλκανικοί, κύριος σεισμός ο ευρωπαϊκός πόλεμος, τον ακολουθούν καταστροφικοί μετασεισμοί.
Η Ελλάδα νίκησε στους Βαλκανικούς και κατατροπώθηκε στη Μικρασία. Το ερώτημα ποιος έφταιγε για τη Μικρασιατική καταστροφή στοίχειωσε την ελληνική πολιτική ζωή για πολλές δεκαετίες. Το γεγονός ότι η Ελλάδα με τίμημα τον Εθνικό Διχασμό συντάχτηκε με το στρατόπεδο των νικητών στον Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν σήμαινε ότι το μέλλον της ήταν στα χέρια της.
Δεν είχε η ίδια τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για να πετύχει ή για να επιβάλλει εδαφικές απαιτήσεις ούτε τη δυνατότητα ανεξάρτητης πρωτοβουλίας. Όφειλε να κινείται στα όρια της συμφωνίας με τις μεγάλες δυνάμεις και, σε περίπτωση διχογνωμιών, όπως ανάμεσα στην Αγγλία και στη Γαλλία, να εξαρτάται από τις αποφάσεις του ισχυρότερου. Βρισκόταν στη θέση του ακόλουθου και όχι του συμμάχου. Η μυθοποίηση του Βενιζέλου, η οποία έκτοτε του απέδωσε ιδιότητες καταλύτη στις αποφάσεις για διεύρυνση των ελληνικών συνόρων, απέχει από την πραγματικότητα.
Τα περιθώρια της Ελλάδας ορίζονταν αυστηρά από τα μεταβαλλόμενα περιθώρια που άφηνε η πολιτική των δυνάμεων. To 1922 όταν έληξε ο ρωσικός εμφύλιος και απομακρύνθηκε το ενδεχόμενο συμμαχίας του τουρκικού εθνικού κινήματος με τους σοβιετικούς, στόχος πλέον ήταν η δημιουργία μεγάλων και σταθερών κρατών που θα λειτουργούσαν ως ενδιάμεση υγειονομική ζώνη απομόνωσης της ΕΣΣΔ, από την Πολωνία στο βορρά έως την Τουρκία στο νότο. Η στροφή προς την Τουρκία των δυτικών δυνάμεων, με τελευταία την Αγγλία ήταν υπόθεση realpolitik . Το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ελλάδα το 1920 (νίκη των βασιλικών και ήττα των βενιζελικών) ήταν ένα καλό πρόσχημα, αλλά τίποτε παραπάνω.
- Οι επιδιώξεις της Αθήνας ποιες ήταν: Και ποια η εσωτερική κατάσταση της χώρας;
Αν ιεραρχήσουμε σε βαρύτητα τα ζητήματα. Βάραινε όχι η βούληση της Αθήνας αλλά των συμμάχων της. Από την απόβαση των στρατευμάτων της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη το 1916 ο Εθνικός Διχασμός είχε καταστρέψει τη δυνατότητα ενιαίας εθνικής βούλησης. «Η Ελλάς έπρεπε να σωθή, ακόμη και παρά την θέλησιν των περισσοτέρων Ελλήνων» έγραφε το 1920 ο Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, βενιζελικός συνταγματάρχης τότε. Ήταν οι συμμαχικές, και πιο συγκεκριμένα οι αγγλογαλλικές, επιλογές που καθόριζαν τις ελληνικές.
Ως αποτέλεσμα του μεγάλου πολέμου η Οθωμανική αυτοκρατορία είχε νικηθεί, λειτουργούσε ως μια σκιά κράτους υπό την κάνη των πολεμικών πλοίων που είχαν αγκυροβολήσει στο Βόσπορο. Ήταν μια χώρα υπό κατοχή και είχε αρχίσει ο διαμελισμός της. Παρά το γεγονός ότι τα σημάδια κούρασης στην ελληνική κοινωνία μετά από ένα δεκαετή πόλεμο ήταν έκδηλα -και πήραν την εκδίκησή τους στις εκλογές του 1920- η Ελλάδα δεν μπορούσε να αρνηθεί να πάρει μέρος στον διαμελισμό για τρεις λόγους.
Πρώτο, ό,τι θα αποποιούνταν να πάρει, θα το διεκδικούσαν άλλοι -οι Ιταλοί που βρίσκονταν στα Δωδεκάνησα και είχαν καταλάβει την απέναντι περιοχή. Δεύτερο, έπρεπε να προστατέψει τους μεγάλους ελληνικούς πληθυσμούς της δυτικής Μικράς Ασίας. Η απόπειρα μιας εθελοντικής ανταλλαγής πληθυσμών το 1914 είχε αποτύχει, και οι πληθυσμοί υπέστησαν μεγάλες διώξεις τα επόμενα χρόνια του ευρωπαϊκού πολέμου. Τρίτο, η κοινή γνώμη είχε γαλβανισθεί με την Μεγάλη Ιδέα. Προειδοποιήσεις του ρίσκου υπήρχαν, π.χ. από τον Ιωάννη Μεταξά με σειρά άρθρων. Θα ήταν όμως αδιανόητο για τον Βενιζέλο, και για οποιονδήποτε θα μπορούσε να είναι στη θέση του εκείνη την ώρα, να κάνει πίσω. Δεν θα μπορούσε να σταθεί στη θέση του ούτε στιγμή.
- Πώς οδηγηθήκαμε στην ήττα;
Από την πρώτη στιγμή που υπογράφηκε η συνθήκη των Σεβρών, αυτή για την οποία πανηγύριζαν ότι εγκαθιδρύει την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, άρχισαν οι προσπάθειες αναθεώρησής της γιατί δεν ήταν βιώσιμη, γιατί ήταν εκδικητική και εν τέλει ανεφάρμοστη. Η θρυαλλίδα αλλά και ο σημαντικότερος μοχλός αναθεώρησής της ήταν το τουρκικό εθνικό κίνημα υπό τον Μουσταφά Κεμάλ που ονομάστηκε Ατατούρκ. Το εθνικό τουρκικό κίνημα άλλαξε τους συσχετισμούς δυνάμεων. Η μόνη δυνατότητα των Ελλήνων θα ήταν μια έντιμη αποχώρηση με προσπάθεια να διασώσουν ό,τι θα μπορούσαν να διασώσουν. Αντί του επώδυνου ρεαλισμού, κέρδισε ο ένδοξος τυχοδιωκτισμός με την τελική εκστρατεία στο Σαγγάριο.
Από την πρώτη στιγμή που πάτησαν το πόδι του ελληνικός στρατός στην Μικρά Ασία, διεξαγόταν ένας εκτεταμένος άτακτος πόλεμος. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι είχαν προκαλέσει ένα κύμα από εκατοντάδες χιλιάδες μουσουλμάνους πρόσφυγες που κατέληξαν στην Μικρά Ασία, όπου κατέλαβαν τα σπίτια και τις περιουσίες Ελλήνων που το 1914 διώχτηκαν ή εξορίστηκαν από τις οθωμανικές αρχές, εξαιτίας των φόβων ότι αποτελούν το μακρύ βραχίονα του εχθρού. Όταν επέστρεψαν το 1919, μετά την ελληνική αποβαση στη Σμύρνη, ακολουθήσαν εκδικήσεις και αντεκδικήσεις, ένας ακήρυκτος διάσπαρτος πόλεμος ατάκτων.
Η προσφυγιά των ελληνικών πληθυσμών δεν άρχισε το 1922. Το πρώτο μεγάλο κύμα συνέβη το 1914 στη δυτική Μικρά Ασία, το δεύτερο και το τρίτο στον πόντο ήταν το 1916 (αποχώρηση των Ρώσων) και το 1919 (απόβαση του Κεμάλ και των εθνικιστών), το τρίτο τον Αύγουστο και το φθινόπωρο του 1922, και το τέταρτο με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923. Πολλές φορές πριν διασχίσουν το Αιγαίο ή τον Έβρο οι πρόσφυγες ήταν για μήνες και χρόνια πρόσφυγες- διωγμένοι από τα χωριά τους- στην Μικρά Ασία.
- Τέτοιες μέρες είχαμε το τέλος του πολέμου. Ποιες ήταν οι απώλειες για τη χώρα;
Σύμφωνα με τη στατιστική του 1928 καταγράφηκαν συνολικά 1.104.217 πρόσφυγες στην ελληνική επικράτεια. Υπολογίζοντας την υψηλή θνησιμότητα τα πρώτα χρόνια καθώς και το γεγονός ότι 66.000 περίπου πρόσφυγες έφυγαν για άλλες χώρες, ο πληθυσμός που έφυγε από την Μικρασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη ήταν 1.325.217. Ο αριθμός αυτός συμπίπτει με τους υπολογισμούς της Κοινωνίας των Εθνών το 1926, δηλαδή 1.360.000 πρόσωπα. Από τους πρόσφυγες αυτούς 214.000 μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα με βάση την ανταλλαγή πληθυσμών που προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) . Στον μικρασιατικό πόλεμο, από την κυρίως Ελλάδα στάλθηκε ένα σώμα περίπου 200.000 στρατιωτών. Όσοι δεν χάθηκαν στον πόλεμο, χάθηκαν από τις αρρώστιες και τις κακουχίες. Η φυματίωση θέριζε και μεταδόθηκε και από τον στρατό στον πληθυσμό.
Αλλά έχουμε συνηθίσει ως τώρα να βλέπουμε τους πρόσφυγες ξεχωριστά, κατά εθνότητα, και ακόμη κατά τις διαφορετικές φάσεις του πολέμου. Πόσοι άνθρωποι όμως ξεσπιτώθηκαν και μπήκαν σε αυτή την τρομερή περιπέτεια της προσφυγιάς από την οποία έκαναν δεκαετίες για να συνέλθουν, ανεξάρτητα αν ήταν χριστιανοί (δηλ. Έλληνες, Βούλγαροι και Αρμένιοι κ.α.) ή μουσουλμάνοι (Τούρκοι κ.α. εθνότητες) από την έναρξη των πολέμων, το 1912 έως το 1923, δηλ. την επομένη χρονιά του τερματισμού τους; Συνολικά από το 1912 έως τη συνθήκη της Λοζάνης 3,5 εκατομμύρια πρόσφυγες. Και συνολικά στην Ευρώπη οι πρόσφυγες αυτής της δεκαετίας πολέμων ήταν γύρω στα 13 εκατομμύρια.
Πόσοι έχασαν τη ζωή τους; Και εδώ είναι ακόμη δυσκολότερος ο υπολογισμός. Αν λογαριάσει κανείς πόσοι ελληνορθόδοξοι είχαν καταγραφεί πριν από τον πόλεμο στις κοιτίδες τους στην Μικρά Ασία (1.547.952), και πόσοι καταγράφηκαν έπειτα στην Ελλάδα ως πρόσφυγες (847.954), η απάντηση είναι γύρω στους 699.398. Πόσα ήταν τα θύματα ανάμεσα στον μουσουλμανικό πληθυσμό; Σύμφωνα με τις τουρκικές αποτιμήσεις, 640.000 νεκροί και 840.000 εκτοπισμένοι. Προσθέτοντας και τις εκτιμήσεις για τους Αρμένιους που έχασαν τη ζωή τους από 800.000 έως ένα εκατομμύριο, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι συνολικά πάνω από δύο εκατομμύρια άνθρωποι και από τις τρεις κοινότητες που συμβίωναν αιώνες (ελληνορθόδοξη, αρμενική και μουσουλμανική) χάθηκαν όχι μόνο από σφαίρες και μαχαίρι, αλλά και λόγω επιδημιών και κακουχιών.
Ποιοι ευθύνονται; Αυτές οι τεράστιες απώλειες ήταν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού κεντρικών αποφάσεων αλλά και τοπικών συγκρούσεων, του στρατού αλλά και παραστρατιωτικών σωμάτων, σκόπιμης εθνοκάθαρσης αλλά και κλιμάκωσης της σύγκρουσης. Συνολικά, το τίμημα ήταν πράγματι πολύ υψηλό. Σύμφωνα με την απογραφή του 1906-7, ο ελληνικός πληθυσμός των εδαφών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που περιλήφθηκαν μετά το 1923 στο Τουρκικό κράτος, ήταν 1,540,359. Το 1927 στην πρώτη απογραφή μετά τον πόλεμο είχαν μείνει μόνο 119,822. Οι Αρμένιοι το 1906–7 ήταν 1,031,708 και το 1927 είχαν μείνει μόνο 64,745.
- Τι επιπτώσεις υπήρξαν στο εσωτερικό της χώρας από τη Μικρασιατική Καταστροφή;
Επιπτώσεις σεισμικές. Και όχι μόνο πολιτικές, αλλά δημογραφικές, κοινωνικές , πολιτισμικές. Οι πόλεμοι 1912-1922 αποτελούν τη δεύτερη δεκαετία, μετά το 1821-1830, που επανιδρύεται το ελληνικό κράτος. Στο βιβλίο μου «Ο ελληνικός 20ος αιώνας», [εκδόσεις Πόλις 2019], εξηγώ εν εκτάσει τον μέγεθος αλλά και τις τροπές που πήρε η ελληνική πολιτική στον μεσοπόλεμο, και πώς αυτά τα ζητήματα κληροδοτήθηκαν στην κατοχή και σε ένα καινούργιο εμφύλιο πόλεμο. Οι παλιότεροι θυμούνται ότι προσφυγικά στην Αθήνα υπήρχαν ως τη δεκαετία του 1950.
- Και πώς επέδρασε στην ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους;
Το τουρκικό εθνικό κράτος γεννήθηκε από μια θανάσιμη πάλη με το ελληνικό, όπως και το ελληνικό γεννήθηκε μέσα από μια θανάσιμη πάλη αποχωρισμού από το Οθωμανικό το 1821. Αυτό εξηγεί και το μεγάλο ψυχολογικό, νοοτροπιακό και στη συνέχεια πολιτικό βάθος των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Απόπειρες όπως το σύμφωνο Βενιζέλου-Ινονού το 1930 να γεφυρωθεί το χάσμα δεν είχαν πολλές πιθανότητες επιτυχίας. Το βλέπουμε από την εξέλιξη έως σήμερα.
- Πώς θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε εκείνη την περίοδο έναν αιώνα αργότερα;
Το φθινόπωρο του 1922, μετά από τις πολεμικές θύελλες μιας δεκαετίας, ο χάρτης της ευρύτερης περιοχής της ΝΑ Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, ήταν εντελώς διαφορετικός από ότι στο καλοκαίρι του 1912. Στην πυκνή αυτή δεκαετία τρεις αυτοκρατορίας διαλύθηκαν και ανασχηματίστηκαν εν μέρει (Αψβουργική, Ρωσική, Οθωμανική) άλλα κράτη διαλύθηκαν και ανασυντέθηκαν (όπως η Σερβία που έγινε Γιουγκοσλαβία), και άλλα διχάστηκαν αλλά επέκτειναν τα συνορά τους, όπως η Ελλάδα.
Όλα τα κράτη άλλαξαν σχήμα και απέκτησαν νέους πληθυσμούς. Βέβαια με πολύ μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές και υλικές καταστροφές. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε δυο διαφορετικές μορφές πολιτικής οργάνωσης, δηλαδή την αυτοκρατορία και το εθνικό κράτος, που είχε αρχίσει πριν έναν αιώνα με την ελληνική επανάσταση το 1921 έφτασε στα όριά του με την πλήρη επικράτηση των εθνικών κρατών έναν αιώνα αργότερα.
Σ’ αυτή την οπτική δεν θα πρέπει μόνο να ερμηνεύσουμε την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που προκάλεσε τον πόλεμο, καθώς προσπαθούσε να εισάγει στοιχεία εθνικού κράτους, αλλά και την κατάρρευση των αυτοκρατορικών σχεδίων του ελληνικού κράτους, δηλαδή της Μεγάλης Ιδέας. Ο ελληνισμός, που ζούσε σε μια διασπορά στην ανατολική Μεσόγειο η οποία ήταν κατάλοιπο των μεγάλων ιστορικών αυτοκρατοριών με τις οποίες είχε συνυφανθεί ως κυρίαρχη ή ως υποτελής εθνότητα, συρρικνώθηκε επίσης στα πλαίσια ενός εθνικού κράτους.
Τέλος θα πρέπει να επισημανθεί το εξής παράδοξο. Και οι δυο επικράτειες, η ελληνική και η τουρκική, επιδιώκοντας να χτίσουν κοσμικά κράτη αντάλλαξαν τους πληθυσμούς τους χρησιμοποιώντας θρησκευτικά κριτήρια. Τουρκόφωνοι χριστιανοί μετατοπίστηκαν στην Ελλάδα, και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι στην Τουρκία. Και ναι μεν οι πόλεμοι ανέμειξαν το καινούργιο με το παλιό, αλλά δεν προήλθαν μόνο νέα κράτη, αλλά και νέοι πολίτες, νέες κατηγοριοποιήσεις πολιτών, όπως οι μειονότητες και οι πρόσφυγες, νέες μορφές διακυβέρνησης, αλλά και νέες νοοτροπίες διακυβέρνησης. Το προσφυγικό ζήτημα δεν είναι περιφερειακό ως προς τη συγκρότηση του κράτους. Και σήμερα το βλέπουμε σε μια σειρά ζητήματα που αφορούν τα σύνορα, το άσυλο, τις ελευθερίες και τα δικαιώματα.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα με τίμημα τον Εθνικό Διχασμό συντάχτηκε με το στρατόπεδο των νικητών στον Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν σήμαινε ότι το μέλλον της ήταν στα χέρια της …Όφειλε να κινείται στα όρια της συμφωνίας με τις μεγάλες δυνάμεις και, σε περίπτωση διχογνωμιών, όπως ανάμεσα στην Αγγλία και στη Γαλλία, να εξαρτάται από τις αποφάσεις του ισχυρότερου. Βρισκόταν στη θέση του ακόλουθου και όχι του συμμάχου.
Αλλά ποια ήταν τα περιθώρια πολιτικής που άφηναν οι Μεγάλες δυνάμεις;
Λίγο μετά την συμφωνία των Σεβρών, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ από τη θέση του υπουργού Πολέμου της Μεγάλης Βρετανίας: σημείωνε «Επιτέλους ειρήνη με την Τουρκία. Και για την επικύρωσή της, πόλεμος με την Τουρκία. Παρ’ όλα αυτά, όσον αφορά τις μεγάλες συμμαχικές δυνάμεις, ο πόλεμος θα δινόταν μέσω πληρεξουσίου. Και οι πόλεμοι που δίνονται από τα μεγάλα έθνη μέσω πληρεξουσίου αποβαίνουν πολύ επικίνδυνοι για τον πληρεξούσιο»
Μπορεί κανείς να μην περίμενε το αποτέλεσμα των εκλογών του 1920 όπου ο “Σοφός Ελληνικός Λαός” αποφάσιζε κάτι απροσδόκητο. Και μπορεί το θανατηφόρο δάγκωμα του πιθήκου στον εξόριστο Βασιλιά να ήταν εντλώς απρόβλεπτο γεγονός . Αλλά η πολιτική των Δυτικών “συμμάχων ” ήταν ήδη προαποφασισμένη. Απλά η απόφαση του ελληνικού λαού και κάποια τυχαία και απρόβλεπτα γεγονότα καθόρισαν την εξέλιξη με τον συγκεκριμένο τραγικό τρόπο.
Και επειδή και σήμερα κάποιοι προσβλέπουν στην τακτική του πιο δουλοπρεπή ακόλουθου όσων θεωρούνται σύμμαχοί μας καλό θα ήταν και ο Α. Λιάκος να ξεκαθάριζε πως η εξωτερική πολιτική του πιο δουλοπρεπή ακόλουθου αποδείχθηκε πάντα καταστροφική . Όχι μόνο επί Γούναρη αλλά και επί Ιωαννίδη και… Δεν μπορούμε να ξέρουμε την απάντηση στο ερώτημα τι θα γινόταν αν αντί για Γούναρη είχαμε Βενιζέλο ούτε έχει νόημα στην Ιστορία αυτό το ερώτημα (όπως δεν έχει νόημα το ερώτημα τι θα γινόταν στην Κύπρο αν αντί για Ιωαννίδη είχαμε Καραμανλή ή Παπανδρέου). Αλλά άλλο πράγμα η διπλωματική διαχείριση της γεωπολιτικής θέσης σου και των συμμαχικών σχέσεων και άλλο η δουλοπρεπής υπακοή στα κελεύσματα των συμμάχων.
Καλησπέρα Μήτσο και σε ευχαριστώ για την κατάθεση της άποψής σου.
Νομίζω ότι η παραπάνω συνέντευξη του Αντώνη Λιάκου, αξίζει να μελετηθεί…
Και ας ευχηθούμε να μην έχουμε επανάληψη της στροφής των συμμάχων μας και στις παρούσες συνθήκες, που πρέπει να απομονωθεί η Ρωσία, όπως τότε που … “στόχος πλέον ήταν η δημιουργία μεγάλων και σταθερών κρατών που θα λειτουργούσαν ως ενδιάμεση υγειονομική ζώνη απομόνωσης της ΕΣΣΔ, από την Πολωνία στο βορρά έως την Τουρκία στο νότο”…